Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ


Photo: © E.KE.BI, 2001. Μητρόπουλος

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Χρήστος Μπουλώτης γεννήθηκε το 1952 στη Μύρινα (Myrina) της Λήμνου (Lemnos), ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, απέναντι ακριβώς από την Τροία. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Συγκριτική Γλωσσολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Wurzburg (Γερμανία), όπου και εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή το 1980. Έχει ειδικευτεί στον Μινωικό και Μυκηναϊκό Πολιτισμό. Δίδαξε Αρχαιολογία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (Κέρκυρα) και στα μεταπτυχιακά τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης Ιστορία της Αιγαιακής Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το 1985 είναι αρχαιολόγος-ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών. Διεξάγει ανασκαφές στην Κρήτη, την Σαντορίνη, την αρχαία Ήλιδα (ancient Elis) καθώς επίσης στην γενέτειρά του, την Λήμνο.
Με την παιδική λογοτεχνία ασχολείται συστηματικά από το 1987. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει τριάντα περίπου βιβλία σε διάφορους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Το πρώτο του παιδικό βιβλίο, "Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας", τιμήθηκε το 1989 από το Πανεπιστήμιο της Padova με το πρώτο ευρωπαϊκό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας "Pier Paolo Vergerio". Το βιβλίο του "Με τα φτερά του Πήγασου" τιμήθηκε το 1994 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2000, για το βιβλίο του "Το άγαλμα που κρύωνε" απέσπασε τρία βραβεία: Το κρατικό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας και τα αντίστοιχα βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.
Στη Λήμνο, η προσωπική του συλλογή παλιών παιχνιδιών και παιδικών βιβλίων αποτέλεσε τον πυρήνα για την ίδρυση του Μουσείου Ιστορίας παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΟΥΛΩΤΗ

Το στρατιωτάκι που ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας και ποιητής. Εικογράφηση: Τζώρτζης Παρμενίδης. Αθήνα, Λωτός, 1992. Σελ. 86. ISBN: 960-7005-54-6.
Με τα φτερά του Πήγασου. Εικονογράφηση: L.Z. Jian. Αθήνα, Γνώση, 1994. Σελ. 56. ΙSBN: 960-235-563-8 Έπαινος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 1995.
Η χελωνίτσα Καρέτα Καρέτα και το παλιό Φολκσβάγκεν. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 1995. Σελ. 30 ISBN: 960-261-549-4.
Ο Κάδμος, η σκυλίτσα του και το φεγγάρι. Εικογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. Σελ. 28. ISBN: 960-03-1567-1.
Η αρκουδίτσα Κατερίνα-Κατίνα, από το τσίρκο στο σχολείο. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997. Σελ. 34. ΙSBN: 960-344-259-Ε.
Η αρκουδίτσα Κατερίνα - Κατίνα, από το τσίρκο στο σχολείο. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998. Σελ. 34. ISBN: 960-344-258-5.
Η αρκουδίτσα Κατερίνα -Κατίνα, από το τσίρκο στο σχολείο. Εικογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998. Σελ. 34. ISBN: 960-344-257-7.
Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά. Αθήνα, Γνώση, 1991 και Πατάκης, 1998. Σελ. 70 ISBN: 960-600-703-0.
Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας Εικογράφηση: Νίνα Σταματίου. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999, 2000. Σελ. 32. ISBN: 960-344-372-7.
Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Pier Paolo Vergerio (Padova) 1989.
Η Σεμέλη διώχνει το νέφος. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999. Σελ. 28. ISBN: 960-344-767-6.
Ο Τομ Τιριτόμ και η πολιτεία που ήταν χωρισμένη στα δύο. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 1999. Σελ. 28. ISBN: 960-278-303-Χ.
Το τελευταίο χρυσό αυγό του κόσμου. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 1999. Σελ. 30. ISBN: 960-378-421-4.
Το άγαλμα που κρύωνε. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Πατάκης, 1999. Σελ. 30. ISBN: 960-600-883-5. Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας 2000. Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2000 Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας 2000 του περιοδικού Διαβάζω.
Το ονειροπαρμένο καπέλο, Εικονογράφηση: Μιχάλης Κουντούρης. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2000. Σελ. 32 ISBN: 960-261-975-9.
Θυμάμαι, θυμάσαι;, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Σελ. 76. ΙSBN: 960-7005-01-5.
Μια ερωτική ιστοριούλα με καλό τέλος και μια άλλη, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. 2000 Σελ. 60. ISBN: 960-344-407-3.
Το κορίτσι που ζήτησε μια βελόνα, μια απλή βελόνα. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 2000. Σελ. 30. ISBN: 960-378-802-3.
Να 'ρχεσαι στον ύπνο μου. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Σελ. 45. ISBN: 960-344-072-8.
Για σένα πουλί μου. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Σελ. 48. ISBN: 960-344-350-6.
Και να μου πεις για τα παιχνίδια σου!, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000, Σελ. 46. ISBN: 960-393-088-1.
Ο Κύριος Αύριο -Βράδυ. Εικονογράφηση: Έφη Λαδά, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001. Σελ. 37 ISBN: 906-7005-06-6.
Η ακρίδα με τα κόκκινα γοβάκια. Εικονογράφηση: Μιχάλης Κουντούρης. Αθήνα, Μίνωας, 2001. Σελ. 26 ISBN: 960-542-335-9.
Ο Πινόκιο στην Αθήνα. Εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001. Σελ. 64, ISBN: 960-363-660-Χ.

THE AUTHOR CHRISTOS BOULOTIS

Archeologist, author or toy collector? Which of these three does Christos Boulotis prefer to be? In the apartment in Exarchia in which he lives, old toys are scattered among the books on archeology. Paper figures have been placed next to paintings by well-known artists and children's story books. Despite all this, it cannot, however, be said that the place is a mess. It looks as though the tenant has put all the things that matter to him in a pile, to which he turns every now and then, thus creating a palimpsest.
Christos Boulotis likes this characterization. "It inspires me. It's a way of life. It's not only my house which is like this, it's my mind, my way of thinking as well. It's the fabric of my personality. I take everything wherever I go and I like having it all around me.
When everything around me is perfect and tidy, I feel like I am a cog in a machine. I can't create unless I have rhythmic chaos, unless I feel like a refugee".
The sense of being a refugee is quite pronounced in the psyche of Christos Boulotis. With roots and origins in Asia Minor, from whence his parents came, he was born in Lemnos and grew up in the refugee neighbourhood of Perissos. Primarily, though, he feels himself to belong to the Aegean Sea, and states that the Aegean is not of interest to him on a theoretical level only, "as the sea of history and of civilization".
As an archeologist, moreover, most of his work has centered on the Aegean.
"Archeology for me is a way of life, it is my wife. All the other activities are mistresses. The stories and the toys are extramarital relationships".
His 26th children's book "the Statue that was cold" (Patakis Publications), won three awards this year. The State Prize for Children's Literature, the analogous prize from "Diavazo" magazine and the award of the Greek Children's Book Circle. The awards began coming in, however, with this very first appearance in the children's book world in 1987, when "The Strangle Love of the Horse and the Poplar Tree" was honoured with the European Prize for Chidren's Literature.
"It was a pleasant trap and a great responsibility. I have been writing stories ever since I was a child. I felt the need to create scenes around me, to create a synthesis of symbols, things, realities. Now, however, the stories have become a necessity for me".
His dream, and personal goal is to open a museum on the history of children's toys and books in his birthplace, Myrina on Lemnos.
The inspiration for his books is always a real event. "I want to show that the vision, the story, just like the dream, are acts of resistance, especially in our times. So, even though the subjects that I deal with are always fictional, the idea behind the book is always based in reality. First of all, I write for myself, for the little boy that I was in Lemnos with the suspenders on his trousers".
"For me stories are always an act of catharsis. They help me to return to archeology with an open mind. I scrape my soul clean with storytelling. Because in order to be a scientist you need to have a clear mind. In one of my stories I make the hero say, "I am afraid of the grown ups who don't read stories". The people who have ostracised toys and stories from their lives are dangerous".

Olga Sella
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8-2-2001


Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΟΥΛΩΤΗ
(αποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις)

Εικονογράφηση
Βεντάλια με βιβλία που δεν παρουσιάζονται

Τα παραμύθια είθισται να γέρνουν προς την πλευρά της νύχτας. Και να γίνονται του ύπνου η βελουδένια φόδρα. Από μικρός, μανιώδης των παραμυθιών. Όσα μου είπαν και διάβασα, ένα προς ένα τα θυμάμαι και τ' ανεμίζω ακόμη νοσταλγικά, πολύχρωμες σημαιούλες των παιδικών μου χρόνων στη Λήμνο της άγονης γραμμής, την ανεμόεσσα του βορειοανατολικού Αιγαίου. Τότε που ούτε ξαγρύπνια ήξερα, ούτε αϋπνίες βέβαια, γιατί ζωγράφιζα ακόμη πουλιά με τέσσερα πόδια κι έπαιρνα τα τζιζικίσματα για φωνές των δέντρων. Στον ύπνο έμπαινα πάντα μ' ένα παραμύθι σχεδόν πάντα. Έτσι με είχαν καλομάθει. Και φαίνεται πως ήταν και της φύσης μου. Κι όταν η πηγή των γνωστών παραμυθιών στέρευε, δεν στέρευε κι η έμπνευση. Ανασκουμπωνόταν η μάνα μου και δώστου και ξαναζύμωνε τα παλιά συστατικά ή ζύμωνε εξαρχής, με δική της σκάφη και δική της μαγιά. Ήταν δεινή στα παραμύθια η μάνα μου, καλή της ώρα… Κοντά της η πρώτη ευδόκιμη μαθητεία μου στο παραμύθι. Για τις άλλες μαθητείες, που ήρθαν με τα χρόνια σε τόπους άλλους και πλάι σε άλλους ευλογημένους ανθρώπους, δεν είναι εδώ ο χώρος να μιλήσω.
Ώσπου μία νύχτα… η πρώτη γλυκιά ανατροπή που με σημάδεψε: το παραμύθι του ύπνου ήρθε κι έγινε της ξαγρύπνιας. Ναι. Και της αϋπνίας. Γι' αυτή την ανατροπή θα πω.
Εκεί γύρω στα οκτώ μου χρόνια, τα χλωρά, μου αποκαλύφθηκε, με τα δικά μου πια συλλαβιστά διαβάσματα, ο Άντερσεν. Μόλις είχαμε εγκατασταθεί οικογενειακώς Αθήνα, εκπνέουσας της δεκαετίας του '50… δύσκολα χρόνια. Τα παραμύθια του μεγάλου δανού παραμυθά τα ένιωθα κομμένα και ραμμένα στα δικά μου μέτρα. Έπαλλαν τις πιο μύχιες χορδές μου. Κι απ' όλα πιο πολύ. "Το κοριτσάκι με τα σπίρτα". Βούρκωνα με μια μικρή διάφανη θλίψη. Χειμώνας ήταν, στον Περισσό, χιονισμένος Δεκέμβρης. Κι έβρισκα το τέλος του μικρού κοριτσιού μέσα στη χιονισμένη νύχτα, στους έρημους χριστουγεννιάτικους δρόμους, πέρα για πέρα άδικο. Φαίνεται πολύ το είχα αγαπήσει εκείνο το κορίτσι. Και βάλθηκα να το βολέψω σ' άλλο παραμύθι. Να το κάνω εγώ ευτυχισμένο. Ας αντάμωνε τη γιαγιά του εκεί στους ουρανούς με το πλήρωμα του χρόνου, σαν θα μεγάλωνε και θα γινότανε κι αυτό γριούλα. Με σβηστό φως, στριφογυρνούσα σβούρα στο κρεβάτι μου. Άλλαζα την πλοκή. Τα πάνω, κάτω, τα μέσα, έξω. Έβαζα κι άλλα πρόσωπα. Και χρύσωνα επιμελώς κάθε φορά το τέλος. Όμως πάντα κάτι περίσσευε ή κάτι έλειπε. Μπερδεύτηκα σιγά σιγά στις ρίζες και τα πολύκλαδα των δικών μου εκδοχών. Και πάντα νόμιζα πως δεν το'χα κάνει ευτυχισμένο το κοριτσάκι με τα σπίρτα όσο του έπρεπε… Με μάτια κατακόκκινα με βρήκε το πρωί. Και το κοριτσάκι με τα σπίρτα να κείτεται ακόμη άψυχο στο χιόνι…
Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιήσω τότε, μυήθηκα στην περιπέτεια της γραφής μέσα από ένα παραμύθι δάνειο. Γνώρισα την πολύβουη αγρύπνια του συγγραφέα. Και βέβαια μου έμεινε από τότε συνήθειο αθεράπευτο να παίζω με τις εκδοχές. Στα χρόνια που ήρθαν έζησα παραμυθένιες ιστορίες ουκ ολίγες. Και διάβασα πολλά ακόμη παραμύθια. Και γράφω. Και μένω ηδονικά ξάγρυπνος για να κοιμούνται άλλοι ή -ποιος ξέρει; για να ξαγρυπνούν.

Χρήστος Μπουλώτης
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22-12-1996.


Με τα φτερά του πήγασου. Εικον. L. Z. Zian. Αθήνα, Γνώση, 1994. Σελ. 56 ISBN: 960-235-563-8.

Κάθε βιβλίο που γράφει ο Χ.Μ. τα τελευταία χρόνια είναι κι ένα διαμάντι της παιδικής μας λογοτεχνίας. Είναι κατά βάση ένας παραμυθάς, που με μεταμυθοπλαστικό και μοναδικά ποιητικό τρόπο χρησιμοποιεί σύμβολα και εικόνες, για να ταξιδέψει τον μικρό μα και τον μεγάλο αναγνώστη σε μαγικές ασύνορες χώρες, όπου το χαμόγελο κι η ομορφιά, ο έρωτας κι η ευτυχία, είναι πάνω από ό,τι άσχημο κουβαλάει ετούτος ο κόσμος…

Σ' αυτό το παραμύθι, ο μυθικός Πήγασος κι ένα ξύλινο άλογο και δύο κορίτσια κι ο αέρας κι ο χρόνος… Αλήθεια, πως μπορεί να σταματήσει ο χρόνος. Μα τι λέμε τώρα! Γίνεται, εδώ, να πεις σε 145 λέξεις πως; Δε γίνεται… Στο βιβλίο όμως… (Για παιδιά από 7 ετών).

Γιάννης Παπαδάτος
Κριτικός παιδικής λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Αρ. 351, 4/1995

Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά. Αθήνα, Γνώση, 1991. Αθήνα, Πατάκης, 1998. Σελ. 70 ISBN: 960-600-703-0.

… Ας σημειωθεί πως τα μικρά αυτά κείμενα γράφτηκαν για να περιγράψουν με λόγια επτά εικόνες φτιαγμένες στη δεκαετία του '20, από επτά διαφορετικούς εικονογράφους. Κείμενα, λοιπόν, που από τη στιγμή της δημιουργίας τους αντιμετώπιζαν κάποιους περιορισμούς στην εξέλιξή τους. Αλλά ο Χρήστος Μπουλώτης καταφέρνει να ξεπερνά το σκόπελο κι έτσι δημιουργεί από τις ζωγραφιές της δεκαετίας του '20, εικόνες φτιαγμένες με λέξεις που ενεργοποιούνται από γεγονότα των τελευταίων χρόνων του αιώνα μας, από πρόσωπα υπαρκτά που ο συγγραφέας τα τοποθετεί στο χώρο της φαντασίας…
Ο Χρήστος Μπουλώτης κρατά σε υψηλά επίπεδα τη λεγόμενη παιδική λογοτεχνία. Της προσδίδει κύρος, προπαγανδίζει την ευαισθησία της και της αυξάνει τη δυναμική να μπορεί ν' απευθύνεται από τα επτά περίπου χρόνια, αλλά δεν έχει συγκεκριμένο όριο κατάληξης.

Μάνος Κοντολέων
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 313, 9.6.93


Το τελευταίο αυγό του κόσμου. Αθήνα, Πατάκης, 1999. Σελ. 28 ISBN: 960-278-303-Χ

Ευφράνθηκε ο ψυχή μας με το "Τελευταίο χρυσό αβγό του κόσμου" του Χρήστου Μπουλώτη. Μ' αυτό το ολιγοσέλιδο μα ευφραδέστατο παραμύθι. Που μιλά απλά και συγκινητικά για τα άξια και τα ωραία της ζωής δίχως να εκτρέπεται σε εκφράσεις ηχηρές, δίχως προσπάθειες εντυπωσιασμού ή τάσεις διδακτισμού, παρά ξεδιπλώνει, συνεσταλμένα σχεδόν, λέξεις και εικόνες κατευθείαν σταλμένες από την καρδιά με σκοπό στην καρδιά να εισχωρήσουν πάλι. Αυτό το τερπνό παραμύθι αποπνέει ακριβή ανθρωπιά και συγκίνηση και θα ευχόμαστε να φτάσει στα χέρια πολλών νεαρών αναγνωστών. Και εύγε στο συγγραφέα και αρχαιολόγο Χρήστο Μπουλώτη. Που σε λίγες σελίδες μπόρεσε και μίλησε -με πόση ευφωνία- για την τιμιότητα και τη φιλία, για την αξία της αγάπης, για τις προσπάθειες να διατηρηθεί η καθαρότητα της ματιάς, η έγνοια για όλου του κόσμου τους ανυπεράσπιστους, η ανεξαγόραστη ζωή, ο σεβασμός στη φύση. Όχι, η γράφουσα δεν είναι υπερβολική, υπερβολικά ωραίο είναι το παραμύθι.

Ελένη Σαραντίτη
Συγγραφέας - Κριτικός Παιδικής Λογοτεχνίας

Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25-5-2000


Το άγαλμα που κρύωνε. Εικονογρ. Φωτεινή Στεφανίδου. Αθήνα, Πατάκης, 1999. Σελ. 30 ISBN: 960-600-883-5
" Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας 2000
" Βραβείο Παιδικού Βιβλίου περιοδικού "Διαβάζω" 2000
" Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2000.


Ανάμεσα στη βία και στον παραλογισμό που κυριαρχούν στις μέρες μας και κάτω από την πίεση μιας καθημερινότητας αδυσώπητης, που τείνει να παραμορφώσει τον ψυχισμό μας, το μυθιστόρημα του Χρήστου Μπουλώτη, το "Άγαλμα που κρύωνε", μοιάζει με σταγόνα τρυφερότητας που ξαφνικά πέφτει πάνω στο παιδικό μέτωπο. Μια πνοή ευλογίας για όσα δεν έχουν χαθεί ακόμη.
Με πανέμορφες υπερρεαλιστικές εικόνες, που κινητοποιούν το μαγικό στοιχείο - πρωταρχικό υλικό της παιδικής φαντασίας-, ο Χρήστος Μπουλώτης συνθέτει μια γοητευτική ιστορία με πρωταγωνιστή ένα πραγματικό μικρό άγαλμα, που είναι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και που φέρει το όνομα "το μικρό προσφυγάκι"…
… Το "Άγαλμα που κρύωνε" παίρνει επάξια τη θέση του ανάμεσα στα πρώτα και τα καλύτερα της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.

Μαρία Λαμπαδαρίδου - Πόθου
Συγγραφέας
Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20-7-1999.


State Prize For Best Children's Book
Diavazo Prize For Best Children's Book
Statues Too Have Life
Christos Boulotis, The Statue That Felt Cold.
Illustrations by Foteini Stefanidi.
Athens: Patakis, 1999, 28pp. ISBN: 960-600-883-5

"In the museums inhabited by ancient gods and people of old, people come and go to look and marvel at them. I could tell you a heap of stories, fabulous stories, for the motionless statues conceal life within them. "So, like the old story-tellers, the author and archaeologist, Christos Boulotis, begins his tale, introducing his young readers into the magic world of museum exhibits and history.
In the belief that archaeological finds have an enthralling tale to tell to those who approach them with interest and love, Christos Boulotis creates an imaginary story of a statue that was found in Asia Minor in 1922 and was moved to the National Archaeological Museum in Athens. "The little refugee" is the statue of a small boy, clothed in a cape and hood, who is holding a dog in his arms. The boy appears to be cold and so the author gives him the fairy-tale name "The statue that felt cold". Can a statue feel cold? Yes, it can! It happens in fairy tales, the author replies. For the heart of the stone statue felt cold from loneliness till a blue bird, the people in the museum and a boy of his own age come to keep it company at night when it comes alive and wanders with the other statues through the rooms. It plays and dreams, recounts the story of its homeland in Asia Minor… and one evening, on the wings of the blue bird, it returns to the land it so longs for. This book has become a favourite of Greek children and has won critical acclaim.
Hundreds of children now search for the statue of the boy in the museum, not because it is a masterpiece of ancient art, but because they have been fascinated by the vividness of the tale they read!
The illustrations, in complete harmony with the book, help to create the dream like setting in which the story of the statue that felt cold takes place.

MARISA DECASTRO
Author, Literary Critic
Ithaca, Books from Greece
No 7, 1-2, 2001.

Kαι να μου πεις για τα παιχνίδια σου! Ζωγραφιές: Βασίλης Παπατσαρούχας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000 Σελ. 46. ISBN: 960-393-088-1.

Ο Χρήστος Μπουλώτης κατορθώνει να σπάσει τη ζαχαρένια κρούστα της εύκολης αισθηματολογίας και να μιλήσει διακριτικά, με μεστή απλότητα και ποιητική υποβλητικότητα για το χλωρό παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Τα παλιά παιχνίδια ξεκλειδώνουν ευφρόσυνα τη θύρα της μνήμης και ενεργοποιούν γεύσεις και οσμές της παιδικότητας: τη γεύση της καραμέλας και της σκουριασμένης λαμαρίνας, τη οσμή του ξυσμένου μολυβιού, του μήλου, της σκόνης από τις αλάνες και τους χωματόδρομους της γειτονιάς…

Το "Και να μου πεις για τα παιχνίδια σου!" είναι αποτέλεσμα γνήσιου αισθήματος και ταυτόχρονα περίτεχνης, αλλά ουσιαστικής επεξεργασίας και επιδεξιότητας. Ο συγγραφέας θηρεύει τη λέξη άλλοτε ως αυτοτελή μονάδα, άλλοτε ως αλυσίδα λεκτικών συνδυασμών που δημιουργούν ποιητικά ή μουσικά αποτελέσματα. Η λέξη γίνεται χαρούμενο τσέρκι στα χέρια του Μπουλώτη, καθώς συλλαβίζει μεθυσμένος τις ξεχασμένες λέξεις των παιδικών παιχνιδιών…

Τζίνα Καλογήρου
Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών
Εφημ. ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ, 4-3-2001


Christos Boulotis
Ο Πινόκιο στην Αθήνα
Εικον.: Βασίλης Παπατσαρούχας
Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001, Σελ. 54 ISBN: 960-393-660-Χ

Κεφάλαιο πέμπτο. Το Άγαλμα του Ποιητή και ο Μελένιος Ύπνος

Στην πλατειούλα της Δεξαμενής απλώθηκε γλυκά το σούρουπο σαν το γλυκό κυδώνι πάνω σε φέτα ψωμιού με βούτυρο.
"Ντίο μίο" ψιθύρισε ο Πινόκιο, που στα ιταλικά σημαίνει θεέ μου, "Ντίο μίο, πάει η πρώτη μέρα και δεν κατάφερα να μάθω το παραμικρό για το κυκλάμινο. Απ' το πολύ παιχνίδι ούτε που σκέφτηκα να ρωτήσω τα Ελληνάκια".
Έστω τώρα, ποτέ δεν είναι αργά. Όμως εκείνα δεν πήραν την ερώτηση στα σοβαρά. Ακούς εκεί κυκλάμινο που φυτρώνει ανάμεσα σε γη και ουρανό.
"Άσε τους γρίφους και τα αινίγματα, Πινόκιο" χαμογέλασε ο αρχηγός της παρέας. "Αλήθεια, που θα κοιμηθείς; Νυχτώνει. Έλα σπίτι μου".
"Όχι, θα κοιμηθεί στο δικό μου σπίτι" μπήκε στη μέση ένα κορίτσι,
Όρμησαν και τα υπόλοιπα παιδιά στο ξύλινο αγόρι τραβολογώντας το από χέρια και πόδια, "σε μένα θα 'ρθει", "πριτς, στο δικό μου σπίτι", "τι λες, καλέ, εγώ θα του χαρίσω και παιχνίδια". Ξεφωνητά, μαλώματα, τσιμπιές και δαγκωνιές ποιος θα τον φιλοξενούσε.
"Καλά μου το 'λεγε ο μάγος Λελουμπλίν πως οι Έλληνες φημίζονται για τη φιλοξενία τους. Καμιά φορά όμως φαίνεται το παρακάνουν λίγο" σκέφτηκε ο Πινόκιο. Και καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει απ' τα τραβήγματα έπιασε η ματιά του έναν κύριο όρθιο στην άκρη της πλατείας.
Για μια στιγμή σκιάχτηκε και ρώτησε ανήσυχος τα παιδιά αν τον γνωρίζουν.
"Είναι ο ποιητής!", " Ο Οδυσσέας Ελύτης!", "Ο ποιητής του Αιγαίου είναι!", "Μεγάλος, λένε, ποιητής, αφού να σκεφτείς πήρε και το βραβείο Νόμπελ!".
"Βραβείο Νόμπελ…" θαύμασε ο Πινόκιο κι αμέσως άστραψε μέσα του η ιδέα πως σαν ποιητής που ήταν ο κύριος Οδυσσέας ίσως να ήξερε κάτι για το κυκλάμινο. "Πρέπει να βιαστώ, Ελληνάκια, πριν φύγει ο κύριος ποιητής, να τον ρωτήσω".
"Α, μη σε νοιάζει" τον καθησύχασε το ψηλόλιγνο αγόρι, "είναι άγαλμα ο ποιητής, μέρα νύχτα εδώ, δεν το κουνάει ρούπι".
"Μια φορά το χρόνο μόνο αφήνει την πλατεία κι εξαφανίζεται ολόκληρη βδομάδα" συμπλήρωσε ένα απ' τα κορίτσια. "Κανείς όμως δεν έμαθε με σιγουριά που πάει. Κάποιοι λένε πως ταξιδεύει μες στα ποιήματά του. Άλλοι πως ψάχνει έναν ερημικό βράχο κάπου στο βόρειο Αιγαίο κι αγναντεύει από κει το πέλαγος".
"Εμένα ο πατέρας μου" διέκοψε το πιο μικρό αγόρι, "λέει πως, όταν χάνεται ο κύριος ποιητής, πηγαίνει στο φεγγάρι να μαζέψει φεγγαρόπετρες, κι ύστερα κάθεται και φτιάχνει βραχιόλια και κολιέ για τα μελαχρινά κορίτσια που έχουνε, λέει, μια μωβ θλίψη στη ματιά τους".
"Και ποτέ δεν μα μιλάει ο κύριος ποιητής" παραπονέθηκε ο αρχηγός της παρέας. "Τον περασμένο Σεπτέμβριο μόνο τον ακούσαμε να σιγομουρμουρίζει και να λέει "τα αετώματα των πουλιών", αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη" και άλλες τέτοιες φράσεις ακαταλαβίστικες".
"Σε μένα ίσως μιλήσει" έκανε αισιόδοξα ο Πινόκιο. Κι αφού αποχαιρέτησε με καληνύχτες και φιλιά τα Ελληνάκια, γιατί η ώρα ήταν περασμένη κι έπρεπε να γυρίσουν σπίτια τους, τράβηξε για το άγαλμα.

Καλησπέρα σας, κύριε ποιητή. Είμαι ο Πινόκιο. Αχ, σας παρακαλώ, ξεκλειδώστε για λίγο τη φωνή σας, κάντε μου τη χάρη, κύριε ποιητή, γιατί ο γερο-Τζεπέτο είναι πολύ άρρωστος και, όπως λεει ο καλός μάγος Λελουμπίν, ο χρόνος είναι χρώμα".
"Καλώς ήλθες στην Αθήνα μας, Πινόκιο! Χρόνια είχα να μιλήσω σε παιδί. Κοντεύει πια να σκουριάσει η φωνή μου. Πριν γίνω ποιητής και άγαλμα, ήμουν κι εγώ παιδί. Και σ' έχω από τότε στην καρδιά μου. Ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά τις περιπέτειές σου. Όμως τι σ' έφερε, αλήθεια, στην Αθήνα; Τι έχει ο γερο-Τζεπέτο;"
Ένιωσε ο Πινόκιο τον ποιητή σαν άνθρωπο δικό του και χωρίς ανάσα του είπε στα γρήγορα για τα χρώματα που γλίστρησαν απ' τα όνειρα του γερο-Τζεπέτο, για το παράξενο κυλάμινο, για το χελιδονόψαρο που θα ερχόταν πάλι στην Ακρόπολη μεθαύριο τη νύχτα.
"Για το κυκλάμινο δεν έχω ιδέα" έκανε θλιμμένα ο ποιητής, "αλλά ξέρω που φυτρώνει το τετράφυλλο τριφύλλι".
"Τι κρίμα…" απογοητεύθηκε ο Πινόκιο. "Δυστυχώς, το τετράφυλλο τριφύλλι δεν μου κάνει. Θα συνεχίσω αύριο το ψάξιμο. Μόνο που απόψε…, να, πώς να το πω, φοβάμαι λίγο τα σκοτάδια στις μεγάλες πόλεις. Μπορώ, κύριε ποιητή, να περάσω τη νύχτα εδώ στα πόδια σου;"
"Και το ρωτάς, καλό μου αγοράκι; Ξέρεις κι εγώ, από τότε που μ' έκαναν άγαλμα, νιώθω μοναξιά τις νύχτες. Κι εγώ φοβάμαι τα σκοτάδια".
Με έναν πήδο κούρνιασε ο Πινόκιο στα πόδια του αγάλματος. Κι ύστερα από λίγο ψέλλισε παραπονιάρικα:
"Πεινάω, κύριε ποιητή".
Κι έβγαλε εκείνος απ' την τσέπη του και του'δωσε φιστίκια και αμύγδαλα.
Κι αφού χόρτασε ο Πινόκιο, είπε:
"Κύριε ποιητή, κρυώνω".
Κι ο ποιητής έσκυψε και τον σκέπασε απαλά με δύο ποιήματά του.
"Κλείνουν τα βλέφαρά μου, κύριε ποιητή. Νομίζω πως με παίρνει ο ύπνος".
"Κοιμήσου, αγοράκι μου. Ξαγρυπνώ εγώ δίπλα σου απόψε. Όνειρα γλυκά!"
Και ήταν πράγματι γλυκά τα όνειρα του Πινόκιο στην Αθήνα, γιατί έταξε μέσα τους ο ποιητής μπόλικο θυμαρίσιο μέλι απ' τις πλαγιές του Υμηττού.
Είδε ο Πινόκιο στον ύπνο του πως ήταν, λέει, με τον γερο-Τζεπέτο σε καραβάκι χάρτινο. Κι ήταν το καραβάκι κρεμασμένο απ' το φεγγάρι με χρυσό κορδόνι και λικνιζόταν πέρα δώθε σαν ουράνιο εκκρεμές. Στην πλώρη, για ακρόπρωρο, στερεωμένο το παράξενο κυκλάμινο που το'χε, λέει, επιτέλους βρει ο Πινόκιο. Κεφάτος ο γερο-Τζεπέτο τραγούδαγε μια βαρκαρόλα ιταλική φτιάχνοντας μαριονέττες. Κάτω, τα αρχαία της Αθήνας, κι ανάμεσά τους πρόβαλλαν, λέει, κάτι τεράστια γλειφιτζούρια, πολύχρωμα σαν εξωτικά λουλούδια. Κι έτσι όπως λικνιζόταν το καραβάκι έβγαζε ο Πινόκιο τη γλώσσα του και δώστου κι έδινε κλεφτά γλειψιές στα γλειφιτζούρια που ήταν πεντανόστιμα.

6. Η ΞΑΦΝΙΚΗ ΦΑΓΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ.

"Μποντζόρνο, κύριε ποιητή!" είπε ο Πινόκιο με το που τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του στο πρωινό φως. "Ονειρεύτηκα τον πατερούλη μου, τον Τζεπέτο, κι είχα, λέει, βρει και το κυκλάμινο…, είδα και λίγο από αρχαία, ποπό και κάτι γλειφιτζούρια γίγαντες!"
"Βιάσου, Πινόκιο, μη ξεχαστείς πάλι, μη λοξοδρομήσεις" τον συμβούλεψε ο ποιητής και του γέμισε τις τσέπες με αμύγδαλα και φυστίκια για τον δρόμο. "Να, πάρε και μια χούφτα λέξεις από αγαπημένα ποιήματά μου, έτσι για να με θυμάσαι. Και καλή σου τύχη!"
Ξαναφορώντας τη χαρτοσακκούλα στο κεφάλι κατηφόρισε ο Πινόκιο προς Εθνικό Κήπο. Πέρασε μπροστά απ' το Μουσείο Μπενάκη, διέσχισε τη μεγάλη λεωφόρο, κι ενώ ετοιμαζόταν να διαβεί μια από τις καγκελόπορτες του Κήπου και να χωθεί, επιτέλους, στην καταπράσινη αγκαλιά του, τον προσπέρασαν κορδωτοί δύο εύζωνοι που πήγαιναν για σκοπιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στη Βουλή μπροστά.
"Τι παράξενη φορεσιά!" θαύμασε ο Πινόκιο που δεν είχε δει κάτι παρόμοιο στη ζωή του. "Τι κορμοστασιά! Τι βήμα! Άραγε, για πού κίνησαν πρωινιάτικα;" Και με την περιέργειά του φουντωμένη τους ακολούθησε, μέχρι που καταλήξαν στη σκοπιά. Εκεί θαύμασε ακρίβεια κινήσεων, πίσω μπρος, έιιπ, μεταβολή, τα γόνατα ψηλά, εν δύο, το όπλο στον ώμο. "Ποπό αυτοί οι εύζωνοι, λες κι είναι ξύλινοι και κουρδιστοί" συλλογίστηκε και βάλθηκε παίζοντας να μιμείται τις κινήσεις τους με τσαχπινιά και χάρη. Το καταφχαριστήθηκε! Κι όταν έμειναν ακίνητοι στη σκοπιά, ήταν σαν να μαρμάρωσαν. Ούτε τα βλέφαρά τους δεν κουνούσαν πια. Ούτε ανάσα!
"Κονγκρατουλατζιόνι!" ψιθύρισε ο Πινόκιο στον εύζωνο που του φαινόταν πιο συμπαθητικός.