Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Η οικογένεια του εκτοπίστηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1943.

Σπούδασε στην Αθήνα και την Φραγκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, απ' την οποία αντλούσε το εισόδημά του, τον υποχρέωσε να οδηγηθεί αρκετά νωρίς στην βιοπάλη. Έκτοτε έζησε και εργάστηκε για μεγάλα διαστήματα στην πάλαι ποτέ Δ. Ευρώπη. (1962-1975).

Έγραψε και ραδιοσκηνοθέτησε παιδικές εκπομπές για το ραδιόφωνο και σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ενημερωτικές εκπομπές (1975-97).

Δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95)

Στην δεκαετία του '80 συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους σκηνοθέτες Χατζή, Παναγιωτόπουλο, Αγγελόπουλο, Σμαραγδή, Λαμπρινό και Βούλγαρη.

Διακρίσεις

- Ford Foundation grant (1975-76)
- Fullbright Grand για το International Writing Program του Πανεπιστημίου της lowa (1978)
- Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1983)
- Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1993)
- Βραβείο Διηγήματος περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (1996)



ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

1. Νεράϊδα της Αθήνας, Άμστερνταμ 1974, Επιφάνεια 1975, Νεφέλη, 1982 Σελ. 56
2. Πολυξένη, Αθήνα 1974, Τραμ 1978, Νεφέλη, 1982. Σελ. 88
3. Το Τρυφερό δέρμα, Καστανιώτης 1982, 1984, 1998. Σελ. 72, ISBN: 960-03-1815-8
4. Τα Καλύτερα χρόνια, Καστανιώτης 1984, 1987. Σελ. 48.
5. Το Πέμπτο γένος, Καστανιώτης, 1988. Σελ. 80.
6. Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Καστανιώτης, 1990, 1991, 1999. Σελ. 112, ISBN: 960-03-0478-5.
7. Ο Τύμβος κοντά στη θάλασσα, Καστανιώτης, 1992, 1994. Σελ. 136, ISBN: 960-03-0927-2.
8. Ο Άνθρωπος που ξεχάστηκε, Καστανιώτης, 1994, 1995. Σελ. 224, ISBN: 960-03-1276-1.
9. Τα θολά τζάμια, Καστανιώτης, 1996, 1997. Σελ. 144, ISBN: 960-03-1482-9.
10. Μικρά ταξείδια, Καστανιώτης, 1998, 1999. Σελ. 224. ISBN: 960-03-2309-7.
11. Φωτεινή Μαγική, Καστανιώτης, 2000. Σελ. 160. ISBN: 960-03-2763-7.

Μεταφράσεις

" In French: Une peau douce: nouvelles.[tr.by]: Francoise Arvanitis. Hatier, 1993. 128 p.
" Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ανθολογίες (γερμανικά, αγγλικά, ολλανδικά, σερβικά, τσέχικα και γαλλικά).

Ο συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας

Παρά το ότι ο Δημήτρης Νόλλας εμφανίστηκε με σχετική καθυστέρηση στη λογοτεχνία - μόλις το 1974, σε ηλικία τριαντατεσσάρων ετών δημοσίευσε το σπονδυλωτό αφήγημα του , Η νεράιδα της Αθήνα - στο σύνολο του έργου του μπορούμε να διακρίνουμε μια πρώιμη και μια όψιμη περίοδο. Έως τις αρχές της δεκαετίας του '80 αξιοποιούσε αυτοβιογραφικά κατάλοιπα της ζωής που έκανε ως πλάνης σε χώρες της δυτικής Ευρώπης. Στα πρώτα του βιβλία είναι χαρακτηριστικές οι επιμήκεις φράσεις με την ιδιόμορφη σύνταξη, έτσι ώστε να ξεχωρίζει ο αφηγηματικός του τρόπος από μια κατακλυσμική ρηκότητα, πολύ συγγενική με τη μορφή της αυθόρμητης πρόζας της λογοτεχνίας του "δρόμου" που είχαν καθιερώσει διεθνώς οι Αμερικανοί της γενιάς των beat. Πάντως, αν και έμοιαζε αυθόρμητος ο αφηγηματικός του λόγος, ο αναγνώστης μπορούσε να διακρίνει εύκολα την αρχιτεκτονική βούληση του συγγραφέα, καθώς αφαιρούσε προσεχτικά από το κείμενο επίθετα ή σημεία στίξεως που πίστευε ότι διασπούν την πυκνή διατύπωση, ανακόπτουν τον κυματισμό των φράσεων και δεν μεταδίδουν την κατάσταση διαρκούς ψυχικής έντασης στην οποία ήταν ριγμένος ο ημιαυτοβιογραφικός κόσμος των ιστοριών του.
Αυτός ο κυματοειδής ρυθμός της αφήγησης, άλλοτε πιο χαλαρός άλλοτε πιο οξύς, διάσπαρτος με κοφτούς και αστραφτερούς διαλόγους ή εύστροφα σχόλια, που θυμίζουν τη διαρκή, αν και αθέατη παρουσία του συγγραφέα, είναι από τα δομικά στοιχεία που επιβίωσαν - και μάλιστα ενισχυμένα, πολλές φορές - στις πιο όψιμες ιστορίες του Νόλλα. Έτσι κι αλλιώς, η τεχνική της αφαίρεσης, η χρησιμοποίηση φράσεων που μένουν θεληματικά στον αέρα, η ύπαρξη κενών, ακόμα και η ανακόλουθη σύνθεση μιας πρότασης, δεν είναι απλώς τεχνικές λύσεις όπου κατέφυγε ο συγγραφέας για να μας θυμίσει το πόσο σημαντικό είναι το νόημα του χρόνου στη ζωή μας και στη ζωή της λογοτεχνίας.
Η ελλειπτική διάπλαση ανταποκρίνεται, επίσης, στον γενικά αινιγματικό χαρακτήρα των ιστοριών αυτών. Και, έχοντας υπ' όψη μας ότι πάντοτε τα πρόσωπα του Νόλλα βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς αναζήτησης ενός νοήματος για τη ζωή, (ενός νοήματος, που, εντούτοις, παραμένει τελικά ασύλληπτο), μπορούμε νομίζω να καταλάβουμε και τη μετατόπιση του συγγραφέα, στα πιο ώριμα πεζά του, ως προς αυτήν ακριβώς τη λειτουργία του απόντος νοήματος. Πράγματι, στα πιο πρόσφατα βιβλία του Νόλλα υπάρχουν ρητές αναφορές που συνηγορούν υπέρ του ότι η αποκάλυψη ενός τέτοιου νοήματος είναι άρρηκτα συνδυασμένη με την επανεύρεση ενός κοινού λόγου, μιας βαθύτερης σχέσης αισθήσεων και αισθημάτων των ανθρώπων που έτσι συνειδητοποιούν και τις κοινές τους ρίζες, την ιθαγένειά τους.
Διαβάζοντας αυτόν τον συγγραφέα που έχει αναγάγει σε προσωπική του μαστορική τα σύντομα αφηγηματικά είδη-αριστοτέχνης του διηγήματος και της νουβέλας- θα πρέπει να υπολογίσουμε και τη θητεία του στον κινηματογράφο. Από εκεί προέρχεται ασφαλώς και το τρόπος που χειρίζεται το στοιχείο της αφαίρεσης. Πολλές φορές στη ροή της αφήγησης του, συνυπάρχουν δύο ή τρεις εικόνες, και όχι σπάνια οι εικόνες αυτές εισρέουν και διαχέονται η μια με την άλλη, μετατρέποντας έτσι τη φιλμική σε λογοτεχνική γραφή και μεταθέτοντας τη λειτουργία του φιλμικού χρόνου από τον θεατή στη φαντασία του αναγνώστη. Μάλιστα, η αίσθηση της μαγείας στο έργο του Νόλλα έχει ακριβώς να κάνει με τη διπλή δράση των εικόνων. Ενώ αποδίδονται ρεαλιστικότατα, αποτελούμενες από μια σειρά συγκεκριμένων στοιχείων, σε ένα δεύτερο επίπεδο ή σε ένα προοπτικό τους κοίταγμα γίνονται ξαφνικά απροσδιόριστες και μεταβιβάζονται στην αντίληψη του αναγνώστη ως γενικές αισθήσεις ενός κόσμου φανταστικού που περισσότερο τον διαισθανόμαστε παρά τον ξεχωρίζουμε πίσω από την ευκρίνεια των πρωταρχικών εικόνων. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ορισμένες φορές μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η γραφή του Δημήτρη Νόλλα αποτελεί ένα μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας, γήινης φωτεινότητας και υδάτινης ροής.

Αλέξης Ζήρας
Κριτικός λογοτεχνίας


Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ
(αποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις)

Νεράϊδα της Αθήνας, Νουβέλα, Αθήνα, Νεφέλη, 1982, σελ. 56.

…Μέσα στα λεγόμενα "σίξτις" πάντως θα αρχίσουν οι αληθινές ανακαλύψεις και αποκαλύψεις για τον Δ. Νόλλα. Χρόνια περιπλάνησης, θητείας σε απόμερα μπαρ κάπου στη Βόρεια Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική και, συνάμα, χρόνια ενδοσκόπησης. Είναι, ακόμα, η περίοδος της πολιτικοποίησης: οργανώνεται με τους αριστεριστές και ειδικότερα με το κίνημα των "καταστασιακών" (situationists). Μια ταραγμένη περίοδος που αποτυπώνεται στο πρώτο του βιβλίο, την "Νεράιδα της Αθήνας", η πρώτη έκδοση της οποίας πραγματοποιείται στο Άμστερνταμ το 1974. "Άρχισα να γράφω", θυμάται, "την εποχή των μεγάλων και ουσιαστικών στροφών στη ζωή του ανθρώπου, στις αρχές των τριάντα μου χρόνων".
Μετανάστες, μοναχικοί πότες σε παρακμιακά μπαρ, τυχοδιώκτες, καταπιεσμένοι επαρχιώτες, είναι μερικοί από τους τύπους που συναντά κανείς στα διηγήματα, στις νουβέλες και στα μυθιστορήματα του Δ. Νόλλα. Ένας κόσμος ρευστός, αέναης περιπλάνησης και παράλληλα, το αίσθημα να είσαι ξένος, να είσαι ο άλλος, έτσι όπως το ένιωσε στο πετσί του ο συγγραφέας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό.
Ωστόσο, σπεύδει να μας διορθώσει: "Μόνον στον δικό μου τόπο τα ΄χω καταφέρει να αισθανθώ ξένος. Αλλού δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αφού πάντα, και πάνω απ' όλα νιώθω αδιόρθωτα Έλληνας".
Ο συγγραφέας θα επιστρέψει στην πατρίδα του αποδεχόμενος μια μοίρα που στην ουσία αποτελεί συνειδητή επιλογή. Η γραφή θα είναι πλέον η απόλυτη σταθερά της ζωής του…

Ηλίας Μαγκλίνης
Δημοσιογράφος
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/9/2000


Το τρυφερό δέρμα, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1998, σελ. 72. ISBN: 960-03-1815-8.

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 1983

Οι αφετηρίες των αφηγήσεων του Νόλλα (για λόγους που αδυνατεί να τους υποψιαστεί κανείς απ' την πρώτη σελίδα) είναι συνήθως ρεαλιστικές. Ρεαλισμός ίσως να μη είναι η σωστή λέξη, έχει όμως κάποια σχέση με την πραγματικότητα στης οποίας το δράμα όλοι οι άνθρωποι αυτού του μάταιου κόσμου έχουν κατά κάποιο τρόπο συμβάλλει. Ένας γάμος, τα προβλήματα ενός ζευγαριού, ένα σκυλί που κινδυνεύει να μείνει χωρίς αφεντικό, οι λεπτομέρειες ενός εγκλήματος - θέματα που οι συγγραφείς τα χρησιμοποίησαν τόσο, όσο οι ποιητές τον ουρανό και τη θάλασσα. Ωστόσο, στην περίπτωση του Νόλλα τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά: γιατί, πολύ σύντομα, η φαινομενική αφέλεια αυτών των θεμάτων αποδεικνύεται μια εξαιρετική αφορμή για να μεταφερθεί ένας μονότονος και εύθραυστος κόσμος στη χώρα της σάτιρας και του γέλιου.
Ένα σκυλί, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει πηγή αναμνήσεων, οι οποίες στη συνέχεια περιγράφονται με τα κομψά και ευκίνητα ελληνικά του Νόλλα […]

Ευγένιος Αρανίτσης
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


Τα καλύτερα χρόνια, νουβέλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1987, σελ. 48

…Τα πρόσωπα της νουβέλας, και τ' ασήμαντα ακόμα, έχουν ψυχολογία σύνθετη, χαρακτηριστικό που τελικά αντανακλά στον πεζογράφο. Οι περιγραφές που συναντούμε είναι δυνατές, συνδέονται αποκλειστικά σχεδόν με τον αφηγητή κι αποτελούν ένα από τα μέσα που μεταχειρίζεται ο Νόλλας για να ζωντανέψει το χαρακτήρα που τον ενδιαφέρει.
Ξεχώρισα την περιγραφή για τις αϋπνίες του αφηγητή, ύστερα από τη διακοπή της σχέσης του με την Αλεξάνδρα. Στ' αλήθεια εφιαλτική, στρέφει την προσοχή του αναγνώστη σ' ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται σχεδόν κι όμως προβάλλεται σ' όλο το αφήγημα σε δεύτερο πλάνο, χάρη στο πάθος που νιώθει ο αφηγητής.
Ολόκληρο το πέρασμα του εικοσιτετράωρου προετοιμάζει τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με την αποξενωμένη πια Αλεξάνδρα και εξηγεί με συνέπεια την κατάπτωσή του […]

Νίκος Κάσδαγλης
Συγγραφέας
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Το πέμπτο γένος, νουβέλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1988, σελ. 80

Αξιολογικά μόνο να πω ότι πιστεύω πως το βιβλίο του Δ. Νόλλα, έχει ήδη πλασαρισθεί ανάμεσα στα καλύτερα βιβλία της δεκαετίας του '80. Οι λόγοι που με κάνουν να εκφράζω αυτή την άποψη είναι δύο.
Ο πρώτος είναι ότι το Πέμπτο γένος είναι ένα βιβλίο που παρακολουθεί την εποχή του. Εκφράζει την εποχή του. Δεν κάνει ιστορικό αφήγημα ο Νόλλας. Δεν αντλεί τα θέματα του από την Ιστορία. Από τη Φραγκοκρατία ή το Βυζάντιο ή το '21 ή την Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιο, όπως συνηθίζεται τελευταία. Θίγει θέματα σύγχρονα. Θέματα που καίνε. Που ενδιαφέρουν όλους μας. Δείχνει ποιος πρέπει να είναι ο προορισμός της λογοτεχνίας.
…Ο άλλος λόγος είναι ότι Το πέμπτο γένος είναι ένα βιβλίο που η υψηλή λογοτεχνική κλάση του, η πλήρης κυριαρχία του συγγραφέα του στα εκφραστικά του μέσα, η αψεγάδιαστη αισθητική του, του προσδίδουν το χαρακτήρα ενός άρτιου αφηγήματος. Αυτοί άλλωστε είναι και οι λόγοι που με κάνουν να σας το συνιστώ ολόθερμα.[…].

Κώστας Βουκελάτος
Περιοδικό ΙΧΝΕΥΤΗΣ
Αρ. 31-32, 1988


Ονειρεύομαι τους φίλους μου, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1999, σελ. 112. ISBN: 960-03-0478-5.

[…] Οι ήρωες του Νόλλα έχουν πολύ αδρό περίγραμμα, είναι σχεδόν μονάδες. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει είναι μόνο η κατάσταση στην οποία εμπλέκονται και ουσιαστικά μόνο αυτή απασχολεί το δημιουργό τους. Ο Νόλλας είναι κατ' εξοχήν "καταστασιακός" συγγραφέας. Και μια καίρια διαφορά της σύγχρονης λογοτεχνίας από την παλιότερη είναι η στροφή από την προσωπικότητα προς την κατάσταση.
Πράγμα λογικό άλλωστε. Σε άλλες εποχές, αν κάποιος ταξίδευε συχνά, ήταν, πιθανότατα, φιλοτάξιδος και αν τον ενδιέφερε η αστρολογία, είχε σίγουρα μυστικιστική φλέβα. Σήμερα υπάρχουν χίλιοι δυο λόγοι για να ταξιδεύει κανείς, ακόμα, και αν σιχαίνεται τα ταξίδια, και μια συζήτηση περί αστρολογίας φανερώνει περισσότερα για τη μόδα της εποχής παρά για την προσωπικότητα και τις κλίσεις των συνομιλητών. Αλλά το ότι, π.χ., ο σημερινός άνθρωπος κάνει τυχαίες γνωριμίες σε τόπους όπου βρέθηκε τυχαία και συχνά μιλάει μια γλώσσα που δεν κατέχει καλά χαρακτηρίζει την ύπαρξη του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο η προσωπική στάση του απέναντι στα ταξίδια ή η ενδεχόμενη ευφράδειά του.
Να γιατί σήμερα η κατάσταση έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ' όσο η προσωπικότητα και να γιατί ο Νόλλας είναι μοντέρνος συγγραφέας […]. Αυτό το φευγαλέο, το αβέβαιο και εύθραυστο της σημερινής ύπαρξης είναι το κοινό θέμα των διηγημάτων του Νόλλα. Οι χώροι όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες του είναι το βασίλειο του τυχαίου, του ασυνάρτητου, ακόμα και του παράδοξου: αεροδρόμια, μπαρ, ξένες πόλεις, αυτοκινητόδρομοι κ.λ.π. Είναι ένα κόσμος μετέωρος, που το γεωγραφικό στίγμα του δεν έχει καμιά σημασία, οι άνθρωποι που τον διασχίζουν είναι ανερμάτιστοι, χωρίς ρίζες και προορισμό, οι σχέσεις τους εφήμερες και σπασμωδικές. Σε τέτοιες συνθήκες καμιά πραγματική φιλία δεν μπορεί να στεριώσει και ο τίτλος Ονειρεύομαι τους φίλους μου θα μπορούσε να θεωρηθεί ειρωνικός ή έκφραση της νοσταλγίας του συγγραφέα για τη σταθερότητα και τη σιγουριά μιας γνήσιας φιλικής σχέσης.
Κατανοώ ότι ένα θέμα όπως αυτό που πραγματεύεται, σε διάφορες εκδοχές, ο Νόλλας προκαλεί ανησυχία σε πολλούς αναγνώστες και η εικόνα που αναδύεται από τα διηγήματα μπορεί να θεωρηθεί σκληρή ή και απάνθρωπη. Προσωπικά βρίσκω πως έχει μια παράξενη ομορφιά, πως αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση περιπέτειας και οπωσδήποτε έτσι είναι η σημερινή ζωή στην πιο "μοντέρνα" έκφανσή της[…]

Δημοσθένης Κούρτοβικ
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27-6-90


Τα θολά τζάμια, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1997, σελ. 144. ISBΝ: 960-03-1482-9

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΔΙΑΒΑΖΩ" 1997

Αυτό που εντυπωσιάζει στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα είναι η συνάντηση με το απρόβλεπτο. Οι ήρωες, συνηθισμένοι άνθρωποι, αναδύονται μέσα από την πολυχρωμία της ζωής πριν από το τέλος του εικοστού αιώνα και πορεύονται συχνά αντιπαρερχόμενοι το σημαντικό και δίνοντας σημασία στο ασήμαντο που, όμως, για τους ίδιους έχει κεφαλαιώδη σημασία. Η οπτική τους δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη, εναργής, η ματιά τους είτε είναι θολή, είτε στραβώνει από τη δική τους εσωτερική συσκότιση κάποιων καταστάσεων και την αδυναμία εξεύρεσης προοπτικής.
Κεντρικό μοτίβο των περισσότερων από τα δέκα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή είναι η αίσθηση ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία αυτή μπορεί να είναι πραγματική ή νοητή, να έχει να κάνει με ένα χωράφι, ένα σπίτι, ένα οικόπεδο, ένα κληροδότημα, έναν τάφο, αλλά τα αισθήματα που διαπλέκονται και συγχέονται είναι συχνά απροσδιόριστα. Ορισμένα περιστρέφονται γύρω από τα αρχέγονα συναισθήματα λύτρωσης που προκαλούν στο άτομο οι δεσμοί του με τον τόπο του και τα έθιμά του, τα πράγματά του. κάποια άλλα ασχολούνται με τα αισθήματα ιδιοκτησίας που ξεπηδούν από ένα ενισχυμένο υπερεγώ. μια τρίτη κατηγορία με την ιδιοποίηση της κοντινής σχέσης μ' ένα άλλο άτομο.
Οι αφηγητές των ιστοριών ακολουθούν την εξέλιξη των γεγονότων από κάποια απόσταση, από την απόσταση που τους παρακολουθεί κι ο πανόπτης αφηγητής των περισσότερων διηγημάτων. Οι προτάσεις σύντομες, δίχως να είναι αφόρητα λακωνικές παρά μόνον όταν προσδιορίζουν μια κατάσταση, δηλούν υπαινικτικά την εξέλιξη της ιστορίας. Ο συγγραφέας τοποθετεί επιτυχημένα τα σημεία που, χωρίς να αναστέλλουν τη δράση, μας προϊδεάζουν για την εξέλιξη…
Ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα διηγήματα του κυρίου Νόλλα είναι η επικαιρότητά τους και η ενασχόλησή τους με τα καινούργια πρόσωπα της ελληνικής πραγματικότητας. Δύο από τους ήρωές του είναι δημοσιογράφοι, μία είναι Ρωσοπόντια, ένας Αλβανός, ένας γιάπης νεαρός δικηγόρος, μία Ρουμάνα. Κάποια από τα περιστατικά λαμβάνουν χώρα σε τόπους όπου συχνάζουν τουρίστες, άλλα έχουν να κάνουν με την προσδοκία του Έλληνα για "καλύτερες μέρες…

Λίλυ Εξαρχοπούλου
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδ. ΔΙΑΒΑΖΩ
Αρ, 365. Ιούλιος - Αύγουστος

Φωτεινή μαγική, μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2000 σελ. 160. ISBN: 960-03-2763

Αν η αθωότητα ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση, τότε οι ήρωες του Νόλλα δεν θα έβρισκαν δουλειά. και αν ο Νόλλας έγραφε βιβλία με αθώους ήρωες, τότε δεν θα τα ήξερε κανείς. Οι ήρωες του Νόλλα "ξέρουν" γιατί είναι προχωρημένοι. "Συνομιλούν" μεταξύ τους με έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας και αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο.
Τα βιβλία του Νόλλα είναι όπως οι ταινίες του Μπουνιουέλ πρόκειται για έναν μηχανισμό που αποκαλύπτει πράγματα τα οποία υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας, από περίεργες εν συγχύσει συγκρούσεις χαρακτήρων ως την αταραξία που ενυπάρχει μέσα σε μια θύελλα και που σε τραβάει σαν μαγνήτης προς την καταστροφή…
Ο Δημήτρης Νόλλας με το τρίτο του μυθιστόρημα, τη φωτεινή μαγική, μας δίνει ένα αφήγημα σφιχτό, όπου η ελλειπτική και αφαιρετική του ραβδοσκόπηση διαπερνά τη Φωτεινή του μαγεία από την πρώτη ίσαμε την τελευταία σελίδα.

Ντίνος Σιώτης
Ποιητής, Εκδότης Περιοδ. ΜΟNDO GRECO
Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/6/2000


Φωτεινή μαγική, μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000, σελ. 160 ISBN: 960-03-2763-7

…Ένα βιβλίο που είναι αστυνομικό νουάρ αλλά και ψυχογράφημα. Που είναι απολαυστικό ανάγνωσμα αλλά και βασανιστικό. Διότι εκτός από μαγευτική είναι και άβυσσος και λαβύρινθος η ανθρώπινη ψυχή και σκέψη. Ο Δημήτρης Νόλλας μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ως ένας από τους εκπροσώπους μιας νέας γραφής στην ελληνική πεζογραφία.
Που με αφορμή μικρά και ασήμαντα γεγονότα και περιστατικά περιγράφει την ερημιά και τον τρόμο που νιώθει ο άνθρωπος μέσα σ' ένα κόσμο στεγνό, χωρίς ρομαντισμό και πίστη για κάποιες ηθικές έστω αξίες.

Ελένη Γκίκα
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΕΘΝΟΣ, 15-6-2000


Φωτεινή μαγική

Πάρης Σπίνου: Σκιαγραφώντας μια άλλη γυναίκα στο βιβλίο σας, τη μητέρα του Άλκη, προβάλετε το μοντέλο της μητριαρχικής οικογένειας.

Δημήτρης Νόλλας: Ναι, γιατί η ελληνική οικογένεια δεν είναι πατριαρχική. Είναι της μάνας, της συζύγου… Αυτές κρατούν το σπίτι. Κι ευτυχώς γιατί οι άντρες είναι πολεμιστές, είναι τρελαμένοι, τους παίρνει ο αέρας. Η γυναίκα όμως τους φέρνει κάτω και τους στηρίζει…

Πάρης Σπίνου: Τα βιβλία σας συνήθως αποσπούν καλές κριτικές, έχουν το πιστό κοινό τους, αλλά δεν γίνονται μπεστ - σέλερ. Σας ενοχλεί αυτό;

Δημήτρης Νόλλας: Μου είναι υπεραρκετό ότι βρέθηκαν άνθρωποι της ίδιας δουλειάς που με αναγνώρισαν, που με κατέταξαν κάπου. Για μένα αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από τα χιλιάδες αντίτυπα του Τομ Γουλφ ή του αντίστοιχου Έλληνα Τομ Γουλφ. Γιατί αυτά τα αντίτυπα είναι μετρημένα σε χρήμα. Δεν ξεχνάω ποτέ τον αφορισμό του Νϊτσε "Αυτά που πουλιούνται πολύ είναι δύσοσμα, γιατί κουβαλούν την οσμή των ασήμαντων ανθρώπων".

Πάρης Σπίνου: Είστε υπεράνω χρημάτων;

Δημήτρης Νόλλας: Βεβαίως όχι. Άλλο όμως είναι να πεις πουλάμε κι άλλο ξεπουλάμε.

Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25/6/2000

Φωτεινή μαγική,

Μαίρη Παπαγιαννίδου: Έχει επισημανθεί ότι οι αφηγήσεις σας οργανώνονται γύρω από ένα επεισόδιο. Πόσα βιωματικά φορτία μπορούν να συσσωρευτούν πίσω από ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι;

Δημήτρης Νόλλας: "Από παλαιοτάτων χρόνων- ήδη από τα ομηρικά έπη - είναι γνωστό πως γύρω από ένα τραπέζι ή πάνω σε ένα κρεβάτι λέγονται και γίνονται τα σημαντικότερα πράγματα του κόσμου".


Μαίρη Παπαγιαννίδου: Υπάρχουν αυτοβιογραφικά ίχνη στα αφηγήματά σας;

Δημήτρης Νόλλας: "Ναι, αλλά όχι ευθέως. Ανασύρονται από το ασυνείδητο, όπου είχαν φωλιάσει, υφιστάμενα μια πρώτη αλλοίωση. Η δεύτερη συμβαίνει όταν καταγράφονται. Και οπωσδήποτε είναι πολύ ουσιαστικότερα από αυτά που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε μια συνέντευξη".

Μαίρη Παπαγιαννίδου: Ο χαρακτήρας της γυναίκας από την πρώην Σοβιετική Ένωση επανέρχεται στα βιβλία σας. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ταξιδιωτικά έργα σας, δείχνει έναν μαγνητισμό προς αυτή την περιοχή και την ιστορία της;

Δημήτρης Νόλλας: "Δεν έχει τίποτε να κάνει με την πρώην ΕΣΣΔ. Είναι δύο λαοί της χριστιανικής Ανατολής που με σαγηνεύουν, οι Σέρβοι και οι Γεωργιανοί. Οι λόγοι είναι διατυπωμένοι στα Μικρά ταξείδια. Οι Σέρβοι γιατί με τη στάση τους, σε μια εποχή σαν τη σημερινή, αρνούνται στον Μεγάλο Αδελφό το δικαίωμα να θέλει το καλό τους. Και οι Γεωργιανοί γιατί ακουμπώντας στον Καύκασο διατηρούν με ευγένεια, γοητεία και μουλαρίσια επιμονή την ιδιοπροσωπία τους, Κι αν έχουν περάσει από πάνω τους κύματα εκσυγχρονισμού τα τελευταία 200 χρόνια…".

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
23-7-2000



DIMITRIS NOLLAS
Das Pathos des Schriftstellers

Διήγημα
(απόσπασμα)

…Ich war aus dem Pub gesturzt, denn ich befurchtete,daβ das Bose langst leibhaftige Gestalt angenommen hatte. Ich uberquerte in einem zustand hochster Erregung die Straβe zwischen den Autos hindurch, es gab nichts mehr, was mich noch hatte helten konnen. Dieser Schuft! Das fehlte gerade noch, daβ er sich uber mich lustig machte, daβ er mir siebentausend Pfund schuldete und sich uber das einzig Wichtige lustig machte, was mir im geheimen uberhaupt noch geblieben war!
Ich zitterte am ganzen Korper, wahrend ich gastig die Treppen zu meinem Buro hinaufstieg; ich wagte mir nicht auszumalen, ws in Balde geschehen wurde. Ich muβte in einem Augenblick der Schwache gestanden haben, was ich absolut und immer fur mich behielt: mein Laster. Namlich das Schreiben von Geschichten, die ich heimlich und ohne daβ meine Bekannten es wuβten, verschiedenen Literarurzeitschriften angeboten und bisher vergeblich darauf gewartet hatte, daβ sie veroffentlicht wurden. Und dann kommt diese Bestie und nimmt mich auf den Arm! Ich war von einer furchterlichen Angst besesen, und die Ungerechtigkeit raubte mir fast den Verstand, wahrend ich die letzten Meter, die mich noch von meinem Buro trennten, im Laufschritt zurucklegte,. Die Geschichte, die er mir erzahlt hatte, kannte ich. Ich Kannte sie nicht nur - ich hatte sie am Abend vorher abgeschlosen! Diese Geschichte hatte ihc geschrieben - bei allem was recht ist!-, und nun wartete sie unten in der Schublade darauf, ins reine geschrieben zu werden.

Es war nicht notig die Schublade zu durchwuhlen oder die Model zu verrucken, um etwas zu finden, das ich verloren hatte: an dem Platz, an dem sich die Geschichte befinden sollte, lagen nur noch die Anmerkungen, Papierschnipsel und Serviettenreste, mit deren Hilfe ich uber so lange Zeit mein Material aufgebaut hatte. Es war nichts mehr da. Die ganze Muhe umsonst. Die durchschriebenen Nachte und das Herzklopfen. Und die Magenschmerzen. Mein Geld kannst du ruhig stehlen - aber alles andere! ich muβte eine Erklarung verlangen. Und das sofort. Jetzt, wo die Sache noch heiβ war…
Unter den ersten Tropfen eines Sommergewitters kehrte ich, schneller, als ich es verlasen hatte, zum Pub zuruck. Das Monstrum war noch dort. Er verweigerte jede Diskussion, erklarte, daβ ihn mein Verhalten, er meinte wohl mein Verschwinden, beleidigt hatte, ich hatte ihn schon in der Vergangenheit haufig bloβgestellt - kurz, ich schuldete ihm funf Pfund und ich solle die zwei Drinks bezahlen, die er bestellt hatte, bevor ich auf diese unmogliche Art und Weise verschwunden sei. Ich konnte ihn weder an seinem Samtkragen packen, viel weniger noch konnte ich ihm an den Kragen gehen und "Du Schuft!" brullen, denn er hatte es schon wieder fertiggebracht, mich in eine Lage zu bringen, die er allein kontrollierte.
In jenem Augenblick hatte ich im Schein eines Augustblitzes den Verdacht, daβ sochle Geschichten entweder mit einem entschiedenen Schlag enden, oer sie enden nie. Vielleicht konnte ich mich deshalb groβzugig zeigen und ihm die funf Pfund zuruckgeben, die ich ihm offenbar schuldete, konnte ihm sogar noch einen weiteren Drink spendieren und die beiden letzten bezahlen, die er allein getrunken hatte, wahrend ich abwesend war.

Ubersetzt von Gaby Wurster:
Griechische Erzahluren,
dtv, Munchen 1993.