Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΑΦΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ


Photo: © E.KE.BI, 2001. Ορδόλης


Βιογραφικό Σημείωμα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (Paris II, D.E.S.: Πολιτικής Κοινωνιολογίας/ μελέτη με θέμα: Le dessin contestataire: un cas d' oppostion culturelle. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και θεωρίας λογοτεχνίας.
Συνεργάστηκε για δύο χρόνια στην ελληνική έκδοση του Monde Diplomatique. Tο 1979, ανέλαβε τη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου Θεμέλιο και αργότερα την ευθύνη των ομώνυμων εκδόσεων.
Συνεργάστηκε με το Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας, με το Μέγαρο Μουσικής και με την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε ένα θέαμα για τη Γεωργία Σάνδη και το Σοπέν.
Κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Μεταφράσεις της έχουν παιχτεί στο θέατρο και έχει συνεργαστεί στη συγγραφή σεναρίων.
Το χειμώνα θα ανέβει στο Παρίσι το θεατρικό της έργο Ανυπακοή, και στην Αθήνα ο Θεατρικός της μονόλογος Ένας άγγελος που τον πλάνεψε η γη.
Είναι Γραμματέας του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης, και μέλος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δελφών.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, και του Πανελλήνιου Συλλόγου Επαγγελματιών Μεταφραστών (PSEM).


EΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Παραβάτες (δεκατρία κείμενα), Αθήνα, Στιγμή, 1987. Σελ. 56.
Το αόρατο που σε κοιτά, Αθήνα, Γαβριηλίδη, 1993. Σελ. 61. Διασκευή του παίχτηκε, το 1997, στο φεστιβάλ Πειραματικού θεάτρου στο Dvevnik της Σερβίας και στην Αθήνα από το ΟΜΜΑ STUDIO
Γάντια με χέρια, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1996. Σελ. 76
Όταν οι δρόμοι, Αθήνα, Ολκός, 1998. Σελ. 56.
Ένας άγγελος που τον πλάνεψε η γη (θεατρικός μονόλογος). Υπό έκδοση από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου θα παιχτεί το χειμώνα.
Ανυπακοή (θέατρο). Θα ανέβει στο Παρίσι τη φετινή σεζόν από το θίασο La Compagnie Chamalot.


Μεταφράσεις σε περιοδικά και ανθολογίες:

Αυτόνομες μεταφράσεις σε βιβλία δεν υπάρχουν.

Πληροφοριακά:

Από το Αόρατο που σε κοιτά (The Unseen Which Gazes at You):
α) το πρώτο από τα τρία κείμενα έχει δημοσιευτεί στο Μοndo Greco, τεύχος 4, φθινόπωρο 2000, Βοστώνη, Εκδόσεις Wire Press, ISBN: 0891-72-13, μετάφραση Χαρούλα Δοντόπουλος
β) το δεύτερο κείμενο έχει δημοσιευτεί στο Harvard Poetry Review, τεύχος 15, φθινόπωρο 1998, ISBN: 1077-2901, μετάφραση Χαρούλα Δοντόπουλος.

Το Όταν οι δρόμοι (σουηδικός τίτλος Aurora), δημοσιεύτηκε ολόκληρο σε μετάφραση Μαργαρίας Μέλμπεργκ και Jan Henrik Swan στον τόμο Navigare, Visby Text Book 1993-1999, το χειμώνα του 2000.

Για το Αόρατο που σε κοιτά υπάρχει πλήρης αγγλική μετάφραση και για το Γάντια με χέρια έτοιμη γαλλική μετάφραση από τον Michel Volkovitch. Το θεατρικό Ανυπακοή μεταφράζεται γαλλικά από την Paule Rosseto, και αγγλικά από τον Λήο Καλοβυρνά.

Μεταφράσεις

Erik Satie, Ecrits (τα πεζά του), Aθήνα, Καστανιώτης, 1990. Σελ. 96.ISBN: 960-03-4887-4. Παίχτηκε στο Φεστιβάλ της Πάτρας και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Pierre Klossovski, Le bain de Diane, Αθήνα, Άγρα, 1992. Σελ. 188. Ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης
Marivaux, La dispute, Έκδοση Νέας Σκηνής Τέχνης και Γαλλικού Ινστιτούτου, Αθήνα, 1995.
Hugo Claus, Gilles, Aθήνα, Γαβριηλίδης,1998. Σελ. 146. Θα παιχτεί το χειμώνα στην Αθήνα,
Nelson Rodriguez, Valse No 6, Aθήνα, Έκδοση Νέου Κόσμου, 1999.
Regis Jauffret, Histoire d' amour. Αθήνα., Τραυλός 2001. Σελ. 160. ΙSBN: 960-7990-46-3.
Henri Michaux, Ecuador, Αθήνα, 2001. (υπό έκδοση)
Nathalie Sarraute, Pour un oui ou pour un non. Αθήνα, Ύψιλον 2001.
Επίσης, έχει μεταφράσει κείμενα των Huysmans, Duras, Bataille κλπ).


Η Συγγραφέας
ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ

Το έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη έχει μια ιδιαίτερη θέση στο πλαίσιο της νεωτερικής ελληνικής πεζογραφίας. Ισορροπώντας ανάμεσα στο nouveau roman και στη λογοτεχνία του φανταστικού, η Ευσταθιάδη διερευνά τις σύγχρονες διαστάσεις τους, στο ίδιο μήκος κύματος με τις αντίστοιχες τάσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Στα μινιμαλιστικά κείμενά της, διασαλεύονται οι γνωστές ειδολογικές οριοθετικές γραμμές της πεζογραφίας, αναδεικνύοντας τη δύναμη των λέξεων και των πραγμάτων.
Από τους παραβάτες (1987) και το Αόρατο που σε κοιτά (1993) ως τα Γάντια με χέρια (1996) και το Όταν οι δρόμοι (1999), συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων κειμένων ενδιαμέσως, η συγγραφέας ανιχνεύει βασανιστικά την ετερότητα, την Άλλη όψη των πραγμάτων. Φέρνει στο προσκήνιο οριακές καταστάσεις και ήρωες, που κινούνται στη δίνη μεταιχμιακών εμπειριών, αλλότριων ως προς την ισχύουσα τάξη του ανθρώπινου βίου. Αυτές οι μεταστροφές και οι εμπειρίες δεν εξαντλούνται αυτάρεσκα στη μυστηριώδη και παράδοξα γοητευτική τους ιδιαιτερότητα. Αντιθέτως, αναζητούν πεισματικά ένα παραλήπτη, έναν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας, έναν προνομιακό συνομιλητή, που ασκείται και σταδιακά μυείται σε μια θεώρηση βάθους της ανθρώπινης πραγματικότητας. Το κέντρο βάρους της αφήγησης μετατίθεται από τη λογικοφανή οργάνωσή της στην πολύπτυχη διερεύνηση του αθέατου αυτού βάθους και η συγγραφέας εκδιπλώνει την αφήγησή της συνήθως πλαγίως και σχεδόν πάντα παραπλανητικά, αξιώνοντας αλλεπάλληλες αναγνώσεις.
Η εκρηκτική θεματική της Ευσταθιάδη αναπτύσσεται σε ένα χώρο ρευστό και χωρίς ευκρινή περιγράμματα. Σ' αυτόν το ρευστό και ευμετάβλητο χώρο, η συγγραφέας ανιχνεύει πρώτα και στη συνέχεια οικειώνεται το "ενδιάμεσο κενό" (Γάντια) των ιστοριών, χωρίς να παγιδεύεται στην κυκλική και στέρεη δομή της αφήγησης. Οι ιστορίες αποτελούν ένα παλίμψηστο από φωνές και αποσπάσματα, προερχόμενα από ποικίλους δρόμους, κειμενικούς και εικαστικούς και δημιουργούν ένα ανοικτό, δυνητικό κείμενο που ακυρώνει παντός είδους βεβαιότητες.
Το "ενδιάμεσο κενό" είναι ο χώρος συγγραφικής και καλλιτεχνικής δοκιμασίας και μύησης, όπου είναι δυνατή η αναπαράσταση της πιο πραγματικής πραγματικότητας. Αυτή η πραγματικότητα είναι μια διαρκής και δυναμική εκκρεμότητα, ένα δίκτυο αγεφύρωτων αντιφάσεων και ανακολουθιών, μέσα από το οποίο η συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει το πρόσωπο του ανθρώπου και την κρυμμένη του ζωή. Με τον τρόπο που ο ζωγράφος Jan Lukav Carcer, μαθητής του Archimboldo και εκ των πρωταγωνιστών του Αόρατου που σε κοιτά απεικονίζει "το φως σαν σκιά, με μια ύλη αδιάφανη", κάνοντας "να ραγίσουν οι λείες επιφάνειες και οι λείες καθαρές μορφές να διαρραγούν" (Το Αόρατο).
Προς αυτή την κατεύθυνση, η Ευσταθιάδη θα χρησιμοποιήσει "ύφαλες" (Γάντια) μορφές αφηγηματικής γραφής, εξαρθρώνοντας τη γραμμική αφήγηση και τη συντακτική σημασιολογική οργάνωσή της. Με "ξένα" και "μυστικά" κείμενα και αυτοαναφορικά σχόλια, προσδίδει μια διακειμενική-πολυφωνική διάσταση στη γραφή της, μεταθέτοντάς την στο κόσμο των εικαστικών αναπαραστάσεων. Συναιρώντας την ποίηση με τη νεωτερική πεζογραφία, το έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη παρακολουθεί τη διαδρομή του Άλλου, του Ξένου, του Παρείσακτου, μέσα από ιστορίες καθημερινού κατακερματισμού - δωρίζοντάς του ένα ζωτικό χώρο για να υπάρξει.

Δημήτρης Αγγελάτος
αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου



Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία της
ΜΑΡΙΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ
(αποσπάσματα από κριτικές)

Παραβάτες, Αθήνα, Στιγμή, 1987. Σε. 56

…Με δεκατρία άτιτλα -μικρά λιτά, ηθελημένα ουδέτερου τόνου και εσκεμμένα υπόγειας δραστικότητας - κάνει την εμφάνισή της στα γράμματά μας η Μαρία Ευσταθιάδη. Στο μικρό, καλαίσθητα τυπωμένο βιβλιαράκι ενδέχεται να έχουν συμπυκνωθεί εμπειρικές αφορμές που με άλλου είδους αποτύπωση και ανάπτυξη θα γέμιζαν έναν πολυσέλιδο τόμο διηγημάτων…
Στους "Παραβάτες", η απώτατη καταγωγή των οποίων θα πρέπει να αναζητηθεί στον αφηγηματικό μάλλον λόγο παρά στον ποιητικό, η αφήγηση έχει αποψιλωθεί από πάρα πολλά γνώριμα στοιχεία της και έχει συγκεντρωθεί σε μιαν αδρή εικονοποιία, η οποία, πέρα από την πρωτοτυπία της ή τα νόμιμα δάνειά της, πείθει για τη λειτουργικότητά της.
Κύριο χαρακτηριστικό της αφηγηματικής μεθόδου είναι η εστίασή της σε ένα περιστατικό, μια κατάσταση, μια στοιχειακή πτυχή του είναι, έτσι ώστε, η κατάσταση αυτή ή η πτυχή να παρουσιάζεται σαν ιδωμένη μέσα από έναν ισχυρό μεγεθυντικό φακό και να παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις που υπερβαίνουν το ατομικό της βάρος. Ο τόνος, ωστόσο, όχι μόνο δεν γίνεται δραματικός, αλλά σπάνια αποκτά κάποια συναισθηματική χροιά….

Ο αφαιρετικά φιλοτεχνημένος της μικρόκοσμος, (αραιο)κατοικημένος από πλάσματα που βασανίζονται μέσα στις νευρωσικές φοβίες τους ή τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα, δεν είναι, εντέλει, ένας κόσμος φανταστικός. Η ανοικειωτική τεχνική της Ευσταθιάδη κάνει τους γνώριμους κατοίκους του φαινομενικά παράξενους, αλλά γι' αυτόν ακριβώς το λόγο πιο οικείους. Τους κάνει "παραβάτες" σαν όλους εμάς.

Σπύρος Τσακνιάς
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ Νο 55, 4-6/1988


Παραβάτες

…Ιδού ένα βιβλίο, μέσα στα τόσα που κυκλοφορούν, που δεν αντλεί τη θεματολογία του από το εικοσιτετράωρο πρόγραμμα της ζωής μιας κυρίας ή, ίσως, από την τελευταία της ερωτική περιπέτεια. Ιδού ένα βιβλίο μέσα στην πληθώρα των όσων κυκλοφορούν, που μπορεί να μην έχει πάντα μύθο, αλλά, επιτέλους, έχει θέμα. Και αυτό δεν είναι το μόνο στοιχείο που διαφοροποιεί τους "Παραβάτες" από πολλές άλλες εκδόσεις. Είναι και ο τρόπος που το θέμα δουλεύεται από τη συγγραφέα.
Γυρνώντας μια-μια τις 53 σελίδες, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι μετατρέπεται σε ακροατή ενός μουσικού έργου. Η γλώσσα, οι λέξεις δουλεμένες, απλές, περίτεχνες αλλά όχι πολύπλοκες, υποστηρίζουν το ίδιο πάντα θέμα, το ίδιο μουσικό μοτίβο. Το ίδιο που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και τις δεκατρείς φορές. Μόνο που σε κάθε κομμάτι μπαίνουν άλλα όργανα, φωτίζονται δηλαδή άλλοι ήρωες, άλλο σκηνικό. Στον ίδιο, όμως, πάντα χαμηλό τόνο, που σπάνια ξεφεύγει να αγγίξει ψηλότερες χορδές, για να ξαναχαμηλώσει αμέσως μετά και να αφήσει τέλος στον αναγνώστη - "ακροατή" την ίδια αίσθηση ήπιας τραγικότητας.

Χαρά Λουκάκου
Δημοσιογράφος
Περιοδ. ELLE, 20-1-1988


Το Αόρατο που σε κοιτά, Αθήνα, Γαβριηλίδη, 1993. Σελ. 61

Τρεις ιστορίες που μπλέκονται μεταξύ τους, αλλά συγχρόνως είναι και ανεξάρτητες. Δύο χειρόγραφα και μια επιστολή, που η συγγραφέας "ανακάλυψε" σε κάποια γωνιά της φαντασίας της. Κεντρικός τους άξονας, η περιπέτεια της δημιουργίας. "Αυτό που πρώτιστα με ενδιαφέρει", λέει η Ευσταθιάδη, "είναι η γραφή και ο τρόπος παραγωγής της. Η σχέση της με κάθε άλλη τέχνη. Και, βέβαια, ο μοναχικός κλήρος του καλλιτέχνη". Μπαίνοντας στην αφήγηση, σε τυλίγει ένας μουχλιασμένος αέρας, πρόσωπα αινιγματικά σε κοιτούν απειλητικά κάτω από μαύρα ντόμινο, βρώμικα καλντερίμια σε βγάζουν σε μέρη με όψη εφιαλτική και ακόμα πιο εφιαλτική ιστορία. Αυτή είναι και η πρώτη βασική επιτυχία του κειμένου: η ατμόσφαιρα…
Η Ευσταθιάδη φαίνεται να έχει τόσο μοχθήσει συλλέγοντας για καιρό πολύ κάθε επιμέρους στοιχείο του μεσαιωνικού αυτού "παζλ" και φαίνεται να κατέχει τόσο καλά την εποχή, που θα τολμούσαμε να πούμε πως τα κείμενα διέπονται από μια "μεσαιωνική νοοτροπία". Τόσο περίτεχνα και αθόρυβα είναι δουλεμένα, που θα 'λεγες πως οι διηγήσεις βγαίνουν απευθείας απ' τα χείλη κάποιου υπέργηρου αντιγραφέα της εποχής, που μέσα στις ονειροφαντασίες του προσθέτει στις ιστορίες που έχει κληθεί να αντιγράψει, δικής του, μοναδικής έμπνευσης σκηνές…

Δημήτρης Χουλιαράκης
Περιοδ. ELLE, Ιανουάριος 1994.


Αόρατο

…Το τέχνασμα της ανεύρεσης παλαιών χειρογράφων αξιοποιεί με καλά αποτελέσματα η Μαρία Ευσταθιάδη στο βιβλίο της "Το αόρατο που σε κοιτά". Η Ευσταθιάδη, σαν για να απαντήσει στο ερώτημά της "μήπως" το θαύμα της συρραφής δεν είναι μεγαλύτερο από του μοναδικού συγγραφέα ;" αποποιείται τυπικά το ρόλο του συγγραφέα, για να αναλάβει τις υποχρεώσεις του μεταγραφέα και συρραφέα, του μεταφραστή και εκδότη τριών ανωνύμων κειμένων του 16ου αιώνα…
Ουσιαστικά λοιπόν διαβάζουμε τρεις, γόνιμες στη συντομία τους, σπουδές των ίδιων θεμάτων. Κοφτή η γραφή, αποτυπωμένη μέσα από μικρές προτάσεις, υπαινίσσεται παρά ιστορεί, υποδηλώνει παρά αποκωδικοποιεί, υποδεικνύει προβλήματα χωρίς να καταγγέλλει ή να αισθηματολογεί. Και παρότι ο λόγος εποφθαλμιά συχνά την ποιητική διατύπωση…
Τελικά παρουσιάζεται συμφιλιωμένο με τους όρους της πεζογραφίας. Και πιστεύω ότι αυτό αποβαίνει υπέρ του κειμένου, όπως και η μετρημένη και όχι σπάταλη χρήση του μαγικού στοιχείου, συγκρατώντας το στην πραγματικότητά του και στην ισορροπία του.

Παντελής Μπουκάλας
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 5-3-1994


Αόρατο

Τρία φαινομενικώς ανεξάρτητα, αλλά διακριτικώς αλληλοσυμπληρούμενα, κείμενα συγκροτούν το βιβλίο της Μαρίας Ευσταθιάδη. "Το αόρατο που σε κοιτά"…
Η Ευσταθιάδη συνέθεσε μιαν ηθελημένα ασαφή και ανολοκλήρωτη ιστορία, η οποία διαθέτει όλη τη γοητεία της προσχηματικής γραφής που εξασφαλίζει δημιουργικό άλλοθι και διευκολύνει τη συγγραφική πράξη, χωρίς να αποθαρρύνει την αναγνωστική ευχαρίστηση…
Όσοι ενδιαφέρονται για τη γοητεία, τις παγίδες και τα παιχνίδια της γραφής, θα βρουν στο "Αόρατο που σε κοιτά" πολλές σκιερές ζώνες οι οποίες, όπως έλεγε για μιαν άλλη περίπτωση ο Σεφέρης, σε προκαλούν να τις εξερευνήσεις.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Ποιητής, βιβλιογράφος
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 5-7-1994


Γάντια με χέρια, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1996. Σελ. 76

…Στο πρόσφατο βιβλίο, όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχει μια ιστορία, φαινομενικά βιωματική που λειτουργεί ως πλαίσιο στη μυθοπλασία. Αυτή η ιστορία δεν έχει αρχή, αφού κανείς δεν μπόρεσε "να ορίσει την πραγματική αρχή μιας ιστορίας". Ξεκινά από τη δοξαστική στιγμή της ερωτικής κορύφωσης. Το πλαίσιο συμπληρώνεται με το τέλος, που βυθίζεται στη νοσταλγία ενός έρωτα που έφυγε, όμως ήταν από αυτούς τους ελάχιστους που αφήνουν τη φαντασιοπληξία ανεκπλήρωτου πόθου…
…Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συγγραφέας επινοεί μία σουρεαλιστική ιστορία, με μουσική, πιάνα και βιολοντσέλα. Η φαντασία συντάσσει καλλιτεχνικά, εικόνες υπερρεαλιστών ονειρικά στοιχεία και υποσυνείδητες επιθυμίες. Η γλυπτοθήκη και ο φύλακας που ξεσκονίζει τα αγάλματα στο πρώτο βιβλίο, μεταμορφώνονται σε Μουσείο Ανατομίας με σκελετούς και κέρινες μορφές, που φέρνουν τομές, ώστε να φαίνεται το εσωτερικό τοπίο. Πρόκειται για μια ιστορία όπου ο χρόνος προβάλλει κυκλικός και η πραγματικότητα συγχέεται με το μυθικό…

Μάρη Θεοδοσοπούλου
Κριτικός Λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΕΠΟΧΗ, 30-3-1997


…εδώ η συγγραφέας επιχειρεί τη μεγαλύτερη, σ' όλο το μέχρι σήμερα έργο της, παραχώρησης προς τον αναγνώστη, αφού κινητοποιεί ένα συγκεκριμένο, πρωτοποριακό και εν τέλει ευφυή μύθο…
Οι ικανότητες που αναλαμβάνουν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα δεν είναι μόνο γλωσσικές ή εκφραστικές, έχουν και σχέση μ' ένα οπλοστάσιο που συρρέει από την τριβή με μεγάλα έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έτσι που το "Γάντια με χέρια" -ο τίτλος είναι προφανής- να καλημερίζει μια καινούργια εποχή, που δεν θα έχει να κάνει με κλειστές κοινωνίες και μίζερες περί ελληνικότητας αντιπαραθέσεις…

Η Μαρία Ευσταθιάδη πείθει και αξίζει ν' αγαπηθεί, να αναγνωριστεί ως μια μονάδα με μεγάλες δυνατότητες και ν' αποκτήσει εξίσου περγαμηνές…

Χρίστος Παπαγεωργίου
Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΑΥΓΗ, 13-7-1997


Γάντια με χέρια

…Η ιστορία που αφηγείται με τον αποσπασματικό τρόπο της και με την άναρχη σύνθεση του αφηγηματικού της χρόνου, ασφυκτικά συνοψισμένη, είναι η ιστορία ενός νέου μουσικού που ερωτεύεται παράφορα μια νέα τραγουδίστρια, μελλοντική ντίβα, η οποία είναι συνδεμένη με έναν νεαρό αρχιτέκτονα. Η συγκαταβατική, εκ μέρους των δύο εραστών, αντιμετώπιση του παράφορου (ή παράφρονα;) μουσικού παροξύνει τη ζηλοτυπία του και τον οδηγεί στον φόνο -σκοτώνει τους δύο εραστές και καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του, το Κέντρο Αποκαταστάσεως Φυλακισμένων του βρίσκει μια θέση φύλακα στο Μουσείο Ανατομίας. Εκεί ανακαλύπτει ότι φυλάσσεται, μέσα σε γυάλινο κουβούκλιο, το πτώμα της τραγουδίστριας που είχε σκοτώσει. και περνά τα βράδια του στο πλευρό της, με μια νεκροφιλική σχεδόν αφοσίωση…
Πέρα από τη λογοτεχνικότητά του, το Γάντια με χέρια διαβάζεται και σαν κείμενο διεισδυτικού στοχασμού πάνω στην τέχνη της αφήγησης ή στην κρίση αυτής της τέχνης, στην οποία την ώθησε η ευκολογραφία της εποχής…

Σπύρος Τσακνιάς
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-8-1997


Όταν οι δρόμοι, Αθήνα, Ολκός, 1998. Σελ. 56

Ο μονόλογος του χωλού υπηρέτη είναι εκείνος που δίνει το στίγμα στο κείμενο της Μαρίας Ευσταθιάδη. Βρισκόμαστε σε έναν οίκο ευγηρίας και παρακολουθούμε το λόγο τεσσάρων τροφίμων: της πρώην συνοδού της πριμαντόνα, της γηραιάς κυρίας με τη δαντελένια μαύρη φούστα, της γυναίκας με τους αποξηραμένους ήλιους στο περβάζι του παραθύρου της και του ανθρώπου που διάβαζε τους τοίχους. Η ενδοστρέφεια σε συνδυασμό με το αίσθημα της φθοράς, η εγκατάλειψη μαζί με το παραλήρημα, η απόπειρα επικοινωνίας μαζί με το ατελέσφορο αποτέλεσμα μεταδίδονται μέσα από μια γραφή αποδιοργανωμένη, μια γραφή που βρίσκεται ένα μόλις στάδιο πριν από τη σιωπή -μια σιωπή ωστόσο εκφραστική όπως αυτή που κυριαρχεί μέσα στις καθαρότατες φωτογραφικές εικόνες της Γκλόρυς Ροζάκη με τα άδεια πάρκα ή το ερημωμένο κεφαλόσκαλο, με το φθινοπωρινό γκρίζο φως και την άγονη γη, με τη φθαρμένη από το χρόνο πέτρα και την καταχνιά.

Ελισάβετ Κοτζιά
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-1-1999


Όταν οι δρόμοι

Το βιβλίο "Όταν οι δρόμοι" με ένα κείμενο της Μαρίας Ευσταθιάδη και φωτογραφίες της Γκλόρυς Ροζάκη, είναι αφιερωμένο στη μνήμη της ποιήτριας Μαντώς Αραβαντινού…
Στο κείμενο της Ευσταθιάδη, παραληρηματικά, εύθραυστο, συγκρατημένης μελαγχολίας και μετέωρου λυρισμού, τα πρόσωπα είναι συνεχώς παρόντα, ωστόσο, ηθελημένα ή αθέλητα, κατοικούν τις παρυφές της πραγματικότητας, μιλούν ακατάπαυστα, χωρίς σχέση φαινομενικά μεταξύ τους, αν και ίσως όλα στο ίδιο πρόσωπο αναφέρονται.
Κείμενο, Φωτογραφία. Συνευρέσεις υπόγειες.
Εδώ, το ένα είδος δεν αποτελεί σχολιασμό ή εικονογράφηση του άλλου.
"Σε ένα βιβλίο με φωτογραφίες και κείμενο, θα περίμενε κανείς ίσως μία σχέση αμεσότητας ανάμεσα στα δύο μέρη, και ενδεχομένως την υπαγωγή του ενός στο άλλο.
Εδώ η πρόθεση, τουλάχιστον δεν είναι αυτή: δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο χώρο, δύο διαφορετικοί τρόποι-δοκιμές να κατοικείς και να σκέφτεσαι τον κόσμο έρχονται σε επαφή, μπλέκονται, απομακρύνονται, και συστήνουν εν τέλει ένα διπλό βλέμμα.

Σωτήρης Ντάλης
Εφημ. ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ, 23-1-1999


Γενικό

Στα κείμενα της Μαρίας Ευσταθιάδη διακρίνονται επιρροές από το γαλλικό "νουβώ ρομάν" αλλά και τη λογοτεχνία του φανταστικού.
Η ελλειπτικότητα της γραφής της συμβάλλει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζεται από αινιγματικότητα και στοιχεία αλλόκοτου, όσον φορά πρόσωπα αλλά και καταστάσεις των σύντομων ιστοριών της.
Η Μαρία Ευσταθιάδη με τα πεζογραφικά της κείμενα - που συχνά "φλερτάρουν" με την ποιητική πρόζα- δικαιωματικά εντάσσεται στην ολιγάριθμη ομάδα εκείνων των ελλήνων συγγραφέων που έχουν ανανεώσει ευρηματικά τη σύγχρονη πεζογραφία της χώρας μας.

Μιχαήλ Μήτρας
Ποιητής
Ελληνική Ραδιοφωνία/ Γ΄ Πρόγραμμα
14-2-1997


Απόσπασμα: Γάντια με χέρια,
Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1996.

Στάθηκε πάλι κοντά της. Η κόρη γυμνή, προστατευμένη από το κουβούκλιο, μικροκαμωμένη και ντελικάτη, με μαλλιά μαζεμένα πίσω και ξέπνοα μάτια, ακουμπούσε μαλακά στο βάθρο που ο τεχνίτης το είχε θελήσει σαν ανάκλιντρο.. Την κρυφοκοίταζε, λες και ήθελε να αποφύγει το βλέμμα της. Πέρασαν μήνες για να μπορέσει άφοβα να το συναντήσει. Ακέραιο το σώμα της, απείραχτη η στενή λεκάνη και το ξανθό εφήβαιο, σφιγμένες οι μικρές γροθιές, και το σχεδόν αγορίστικο στέρνο συγκρατούσε απαλά τα στήθη με την ανεπαίσθητη διαφορά μεταξύ τους και τη μικρή, ελάχιστα πιο σκούρα τρυπούλα στην αριστερή μεριά. Μόνο ο λαιμός ήταν ανοιγμένος μπροστά στον τράχηλο: χόνδροι, αγγεία, νεύρα, ο λάρυγγας κι η τραχεία τέλεια σχεδιασμένα, ζωντανά. Μα ενώ συνήθως οι λευκές φωνητικές πτυχές της γνήσιας χορδής είναι πιο αναπτυγμένες, στην κόρη συνέβαινε το αντίθετο, η άλλη, η νόθα χορδή είχε πιο διογκωμένες τις κοκκινωπές πτυχές της. Τι ψάχνανε να βρουν; Τα βράδια, πριν κατεβεί στο υπόγειό του, της κρατούσε συντροφιά. Έπαιρνε, από το βάθος της αίθουσας, τη μικρή καρέκλα του φύλακα, καθόταν δίπλα της και της μιλούσε, μιλούσε. άλλοτε πάλι, της διάβαζε, τραγουδιστά, κομμάτια από γραφτά του. Έπειτα, έσβηνε το φως, πήγαινε το κάθισμα στη θέση του, και την άφηνε να κοιμηθεί. Συχνά, τα πρωινά, κάλυπτε το κρύσταλλο μ' ένα λεπτό σκούρο πανί, για να την προφυλάξει από τα αδιάκριτα βλέμματα των λιγοστών περίεργων. Μια μέρα, έπειτα από καιρό, δοκίμασε να ανασηκώσει το κουβούκλιο ξεβιδώνοντας τις τέσσερις βίδες από τη μεταλλική βάση του. Όταν είδε ότι τα καταφέρνει, σκιάχτηκε, κι οπισθοχώρησε ταραγμένος. έτρεξε πισωπατώντας προς το στενόμακρο παράθυρο, κόλλησε το πρόσωπό του στο θαμπό γυαλί - κι εδώ βιδωμένο το τζάμι - και το βλέμμα του αναζήτησε πέρα στο νυχτερινό ορίζοντα τη φωτισμένη καμπύλη της γέφυρας. Έμεινε έτσι ώρα πολλή. Ξαφνικά γύρισε και την κοίταξε, πλησίασε, πήρε το βαρύ κρύσταλλο στην αγκαλιά του και το απίθωσε στο πάτωμα. Έσκυψε, έφερε τα χείλη του στο μέτωπό της, της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο κι άγγιξε, με την άκρη των δαχτύλων του, διστακτικά, τις δύο χορδές. Έπειτα, ξανάβαλε το κουβούκλιο στη θέση του, την καληνύχτισε και κατέβηκε. Από τότε, κάθε μέρα, επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις, κι ύστερα κατέβαινε και ξενυχτούσε, γράφοντας νότες. Τέλειωσε πολύ γρήγορα. σχεδόν δε χρειάστηκε να κάνει διορθώσεις. Το αντέγραψε στο γκρίζο τετράδιο που είχε αγοράσει σε μια απ' τις ελάχιστες εξόδους του. Τα βράδια πια, με τη βιτρίνα ανοιχτή, αυτό μόνο, της διάβαζε φωναχτά, και χειρονομούσε, και γελούσε σαν παιδί. Όταν έφτασε στο τέλος, επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις, όπως πάντα, μα δε σταμάτησε. Δεν πήρε το χέρι του από τον ανοιχτό λαιμό, μα το κατέβασε σιγά, της χάιδεψε τα στήθη, προχώρησε στη λεία κοιλιά, στα σκέλια και στ' ακροδάχτυλα, κι ύστερα ξανανέβηκε, κι ώρα ψηλαφούσε το αιδοίο. Και τότε, απότομα, έγειρε, αγκάλιασε με τα δυο χέρια το κορμί της, κι έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα μισάνοιχτα πόδια της. Έμεινε έτσι ώρα πολλή, και ξαφνικά, σαν να συνήλθε, πετάχτηκε πάνω, κατρακύλησε τις σκάλες και βρέθηκε στο δρόμο. Τα βεγγαλικά τον τύφλωσαν. Ξέχασε να τραβήξει πίσω του την πόρτα και, σαν υπνωτισμένος, κατευθύνθηκε, κρατώντας το τετράδιο σφιχτά, προς τη γέφυρα, προσπαθώντας με κόπο, μες στη φωταγωγημένη πόλη, ν' ανοίξει δρόμο και να περάσει μέσα από το πλήθος που στροβιλιζόταν - πρόσωπο πολλαπλό, μοναδικό. Έξω ήταν καρναβάλι. Πλαστή αμεριμνησία και επιτήδευση. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρεμουλιαστή, πυρετική, άνθρωποι και πράγματα φάνταζαν σκιές διαλυμένες σε χρώμα και φως. Σαν σπινθήρες οι μεταμφιεσμένες μορφές και οι τόποι να έχουν χάσει κάθε καθαρό περίγραμμα. στολές και μάσκες - καπρίτσιο μόνο της μεταμόρφωσης; - τον άρπαζαν και τον παρέσυραν σε βήματα νευρόσπαστου, χορευτικά, και γάντια με χέρια τον περιεργάζονταν με αναίδεια. έκανε ασπίδα το τετράδιο και κάλυπτε το πρόσωπό του. Σε μια στιγμή έχασε την ισορροπία του. Τον τσαλαπάτησαν, μα τα κατάφερε, μπουσουλώντας, να προχωρήσει ανάμεσα σε πόδια μασκαρεμένα, παραλλαγές της ίδιας εκλεπτυσμένης λεπτομέρειας. Όταν πλησίασε τα φαρδιά σκαλοπάτια, σηκώθηκε. είχε φτάσει. Πήγε και κάθισε στο ίδιο σημείο που καθόταν και τότε. Ο κόσμος γύρω του είχε αραιώσει. Ομίχλη κι ένας βόμβος αλλόκοτος. Μια νάρκισσος πόλη, δεμένη με το νερό, απλωνόταν μπροστά του, ένας διάκοσμος με δύο διαστάσεις μόνο, χωρίς όγκους, μια επίπεδη, ενιαία επιφάνεια, σαν χαλκομανία, και μπροστά, γιρλάντες αμέτρητα μαυροντυμένα χάρτινα ανθρωπάκια (κάθε αλήθεια ύποπτη και το απίθανο πραγματικό. για ποια σύνορα επιμένουν, κι ανάμεσα σε τι;) Ο έξω κόσμος, ο διψασμένος για θέαμα, είχε πάψει να υπάρχει. Όταν ο ουρανός ελευθερώθηκε απ' τα βεγγαλικά κι η νύχτα ξαναβρήκε την καθαρότητά της, άρχισε να κατηφορίζει, διέσχισε με κάποια βιασύνη την ακρωτηριασμένη πόλη και, προτού φτάσει στο Μουσείο, σταμάτησε. Μπήκε δισταχτικά στο Καφενείο. δεν είχε ξαναπάει. Το τραπέζι τους κενό. Εκεί πήγε και κάθισε. Γιατί τον κοίταζαν; Ζήτησε ένα κονιάκ, κρύωνε. μια ελαφριά τρεμούλα στα χέρια, και το τετράδιο να ισορροπεί στο γόνατό του. Τίποτα γύρω του δεν είχε αλλάξει. οι ταπετσαρίες είχαν αντικατασταθεί με άλλες, ίδιες, και τα τραπέζια τέλεια λουστραρισμένα όπως και τότε. Μόνο που τώρα το προσωπικό ήταν γυναίκες κι η παλιά μηχανή στο ταμείο είχε κρατηθεί μόνο για διακόσμηση. Οι θαμώνες, με μάσκες και βγαλμένες κουκούλες, ακίνητες κούκλες. Τους παρατηρούσε σχεδόν με συμπάθεια. κάτι που έμοιαζε με συγκίνηση μαζί και συμπόνια ένιωθε να τον κατακλύζει, χωρίς λόγο. Όταν άρχισαν να χαμηλώνουν τα φώτα -αυτός ο παμπάλαιος τρόπος να σε διώχνουν- σηκώθηκε να φύγει. Η πόρτα του μουσείου ορθάνοιχτη. Ξαφνιάστηκε. Άκουσε θορύβους στην αρχή. μια παρέα μασκοφορεμένοι εμφανίστηκαν στο πορτάκι που οδηγούσε στο υπόγειο, τον προσπέρασαν και βγήκαν χοροπηδώντας. Καλά καλά δεν το κατάλαβε πως έφτασε απάνω, στις αίθουσες με τα εκθέματα. Χάχανα και γέλια τον υποδέχτηκαν. Απειλητικοί αρλεκίνοι και κλόουν, ασάλευτοι στις γωνιές κι ανέκφραστοι, τον κάρφωναν με το βλέμμα τους. Πιερότοι και ντόμινα τον άρπαζαν και τον χόρευαν, χωρίς να μπορεί να τους ξεφύγει. Γλιστρούσε στο πάτωμα, που είχε γεμίσει χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες. "Έξω" έλεγε "έξω", μα η φωνή του δεν έβγαινε. Κατάφεραν να του αφαιρέσουν το τετράδιο που το κρατούσε σφιχτά, και το πέρναγαν ο ένας στα χέρια του άλλου κι εκείνος έτρεχε από τον ένα στον άλλο για να το πάρει πίσω, μα δεν προλάβαινε. Μόλις που άκουγε τα ειρωνικά τους γέλια, καθώς τον στριφογύριζαν με φόρα γύρω γύρω, ώσπου ζαλίστηκε κι έπεσε. Όταν συνήλθε, δεν υπήρχε ψυχή. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Κι όμως τα πάντα ήταν στη θέση τους, ακριβώς όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει. Η κόρη μόνο στολισμένη με πολύχρωμες κορδέλες κι ο τράχηλος γεμάτος κομφετί. Μια εξαίσια μάσκα με χρυσές παγιέτες έκρυβε τα ξέπνοα μάτια της, και στο άνοιγμα των χειλιών στερεωμένη μια χάρτινη σφυρίχτρα. Δίπλα, πάνω στο κάθισμα, ήταν ακουμπισμένο το τετράδιο.