Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ

Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1946. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1970 έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει εννέα μυθιστορήματα. Συμμετείχε και σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Πληθώρα διηγημάτων, δοκιμίων και άρθρων της δημοσιεύονται συνεχώς στον ημερήσιο τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποιες φορές ασχολήθηκε και με κριτικές παρουσιάσεις ελλήνων ή ξένων συγγραφέων. Έχει μεταφράσει δοκίμια από τα γαλλικά, τα γερμανικά και αγγλικά, όπως και ποίηση του αμερικανού William Meredith (Βραβείο Πούλιτζερ 1988).
Από το 1992 είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, συνυπεύθυνη για τη διοργάνωση εκδηλώσεων γύρω από τη λογοτεχνία, τη θεωρία, τη σύγχρονη προβληματική ή εκπρόσωπός της σε διεθνή συνέδρια κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα.
Μερικά από τα έργα της έγιναν αντικείμενα μελετών σε πανεπιστήμια, συνέδρια ή θεωρητικά βιβλία. Προσφάτως, μυθιστόρημά της κυκλοφόρησε στην Ιταλία.

Τα βιβλία της Νένης Ευθυμιάδη

<ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ ΜΟΙΑΖΟΥΜΕ ΛΙΓΑΚΙ>, 1973, Μυθιστόρημα, σελ. 141, Εκδόσεις "Δωρικός", (Το απέσυρε από την κυκλοφορία η συγγραφέας).
<Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ>, 1975, Μυθιστόρημα, σελ. 227, Εκδόσεις "Νέα Σύνορα", Επανέκδοση μετά από γλωσσική επεξεργασία το 1994, σελ. 204, Εκδόσεις "Νέα Σύνορα", ISBN: 960-236-439-4.
<Η ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΑ>, 1978, Μυθιστόρημα, σελ. 191. Εκδόσεις "Νέα Σύνορα".
<ΑΘΟΡΥΒΕΣ ΜΕΡΕΣ>, 1983, Μυθιστόρημα, σελ. 255, Εκδόσεις "Εστία".
<ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ>, 1988, Μυθιστόρημα, σελ. 226, Εκδόσεις "Εστία".
<ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ>, 1990, Μυθιστόρημα, σελ. 256, Εκδόσεις "Εστία", ISBN: 960-05-0273-0.
<ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ>, 1993, Μυθιστόρημα, σελ. 239, Εκδόσεις "Καστανιώτη", ISBN: 960-03-1061-0.
<Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΛΑΡΩΝ>, 1997, Μυθιστόρημα, σελ. 275, Εκδόσεις "Καστανιώτη", ISBN: 960-03-1837-9.
<ΟΙ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ>, 2000, Μυθιστόρημα, σελ. 290, Εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", ISBN: 960-393-420-8.

Μεταφράσεις
<I cittadini del silenzio>, 2000, Μυθιστόρημα, σελ. 217, [CROCETTI EDITORE], ISBN 88-8306-020-2.
<Der Maler und Grafiker Willy Muller - Gera>, Coburg, 1979, κριτική θεώρηση Νένης Ευθυμιάδη στα γερμανικά, σελ. 85-87.
<KURT KLEIN>, 1998, αυτοτελές απόσπασμα από το μυθιστόρημά της <ΑΘΟΡΥΒΕΣ ΜΕΡΕΣ>, 1983, Περιοδικό "Hellenic Quartelly", No 1., Σελ. 39-42.
<Greek Woman through Literautre>, 2000, δοκίμιο για τον γυναικείο λόγο, Περιοδικό "Hellenic Quartelly", No 3., Σελ. 45-48.

Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία της
ΝΕΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
(αποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις)

Η Νένη Ευθυμιάδη ανήκει στη γενιά των Ελλήνων πεζογράφων που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1970 και που ανανέωσαν τόσο με τη θεματική τους όσο και τη γραφή τους την νεώτερη ελληνική πεζογραφία. Ιδιαίτερα η Νένη Ευθυμιάδη αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση και αυτό φάνηκε από τα πρώτα της μυθιστορήματα: Εσύ κι εγώ μοιάζουμε λιγάκι "Ο κήπος με τα αγάλματα", "Η φωτοβολίδα". Ακολούθησαν άλλα έξη μυθιστορήματα.
Η Ευθυμιάδη ανήκει στους ευρηματικούς συγγραφείς, σ' αυτούς που δεν αποκαλύπτουν αμέσως τα χαρτιά τους αλλά με έξυπνο και γεμάτο προκλητικά αινίγματα, τρόπο, προσκαλούν τον αναγνώστη σ' ένα παιχνίδι αλλεπάλληλων συμπτώσεων, στο οποίο εκείνος προσχωρεί και παρακολουθεί μέχρι την τελευταία σελίδα, για ν ανακαλύψει τη λύση του. Η συγγραφέας μοιάζει να εποπτεύει αυτό το ευφάνταστο παιχνίδι της μέσα από ένα υπόγειο χιούμορ, μια ανατρεπτική διάθεση κι ένα υποδόριο σαρκασμό.
Τι σαρκάζει όμως η Νένη Ευθυμιάδη; Και τι είδους είναι τα παιχνίδια που στήνει; Εδώ βρίσκεται ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό της συγγραφέα, που κάνει ξεχωριστή τη φωνή της στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Χαρακτηριστικό που αρχίζει να φαίνεται από τα πρώτα της μυθιστορήματα αλλά που ωριμάζει για τα καλά στα τρία τελευταία της: Οι πολίτες της σιωπής, Η πόλη των γλάρων, Οι Τυχοδιώκτες [Ελληνικά Γράμματα 2000]. Η Ευθυμιάδη βγάζει κυριολεκτικά τη γλώσσα στις καλοστημένες αστικές κοινωνικές μας συμβάσεις, δυναμιτίζει την εφησυχασμένη και αποτελματωμένη ζωή μας, ανατρέπει τα κεκτημένα και μας μιλάει για τη σύμπτωση, το τυχαίο και το εξωσυμβατικό. Στους Πολίτες της σιωπής, μια "φιλήσυχη" ανθοπώλις σχεδιάζει -όχι μόνη της φυσικά- να ανατινάξει μια μικροαστική πολυκατοικία στην οποία κατοικούν άνθρωποι τακτοποιημένοι και αμέριμνοι. Ώσπου, στη μέση μπαίνει ένα δωδεκάχρονο, γεμάτο περιέργεια, κορίτσι και το παιχνίδι χοντραίνει. Στη Πόλη των γλάρων ένας Έλληνας από την Αθήνα φτάνει στην Νέα Υόρκη για μια επαγγελματική συνάντηση με τον Ελληνοαμερικάνο Πήτερ Πάππας που όμως βρίσκεται στο Χάλιφαξ του Καναδά. Ο Αθηναίος, που έχει αφήσει πίσω του ένα γάμο υπό διάλυση και μια σύζυγο που περιμαζεύει λαθρομετανάστες, αρχίζει να τον αναζητά. Η αναζήτηση αυτή εξελίσσεται σε μια απίστευτη περιπέτεια με συνεχείς ανατροπές και με το τελικό ερώτημα "Υπάρχει ή όχι ο Πήτερ Πάππας"; Στους Τυχοδιώκτες τέσσερεις παλιοί φίλοι, που στην νεότητά τους, είχαν επιχειρήσει μια ληστεία και στη συνέχεια σκόρπισαν στους πέντε ορίζοντες του κόσμου, προσκαλούνται να συναντηθούν και πάλι στην Αθήνα σε απόμερη παραθαλάσσια βίλλα για να κλείσουν κάποιους λογαριασμούς. Το τι επακολουθεί βρίσκεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση. Η Ευθυμιάδη φτάνει στα όριά του το παιχνίδι των εκπλήξεων και των πιθανοτήτων, στήνοντας ένα απολαυστικό και γεμάτο σασπένς μυθιστόρημα.

Έλενα Χουζούρη
Ποιήτρια, Κριτικός λογοτεχνίας.


Αθόρυβες μέρες, μυθιστόρημα. Αθήνα, Εστία, 1983 Σελ. 260

…Αυτό το τόσο ανορθόδοξο στη θεμελιακή του υπόσταση βιβλίο έχει ένα στέρεο μύθο, μια σφιχτή πλοκή. Που, όμως, δεν το χαρακτηρίζει. Γιατί όσο κι αν οι "Αθόρυβες Μέρες" δηλώνονται σαν μυθιστόρημα, όσο κι αν έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του είδους της πεζογραφίας, παράλληλα αγγίζουν τα όρια του φιλοσοφικού και ψυχογραφικού κειμένου. Λογοτεχνία και δοκίμιο. Και τα δύο. Και τίποτα από αυτά. Η απόλυτη συνέπεια με το έναυσμα που προκάλεσε τη συγγραφή…
Η γραφή της Νένης Ευθυμιάδη υποβάλει με τη σαρκάζουσα φλυαρία της, καθηλώνει με τη διεισδυτική ικανότητά της, ξαφνιάζει με την αυθύπαρκτη υπόστασή της, επιβάλλεται με τη βέβηλη ανατρεπτικότητά της. Και όμως, είναι μια γραφή αθόρυβη.
Πιστεύω πως τούτο το βιβλίο δεν έχει κάποιο πρόγονο μέσα στη λογοτεχνία του τόπου μας. Θα με ξάφνιαζε αν αποκτούσε επίγονο. Η σιγουριά - αλλά και η δέσμευση - που δίνει η δημιουργία απογόνων δεν θα ταίριαζε στην αυτοαμφισβητούμενη δεοντολογία της ύπαρξής του. Ή μήπως θα 'ταν η καλύτερη επιβεβαίωσή του;
Μάνος Κοντολέων
Συγγραφέας
Περιοδικό ΑΝΤΙ, 26-10-84


…Στις "Αθόρυβες Μέρες" η γλώσσα πειθαρχεί στις εκφραστικές ανάγκες του μύθου και της ατμόσφαιρας που τον περιβάλλει. Ο μύθος, εξάλλου, είναι προσεκτικά στημένος γύρω από έναν ηθικό προβληματισμό ο οποίος, χωρίς να "μεγαλοπιάνεται", υπερβαίνει τα τετριμμένα και γίνεται, με τη σειρά του, πηγή ενδιαφέροντος. Από τη άποψη αυτή, το μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη, συνδέεται με εκείνη, τη μυθιστορηματική παράδοση στην οποία άξονας του μύθου ήταν κάποιο ηθικό πρόβλημα. Η παράδοση αυτή, αν και δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ οριστικά δεν γονιμοποίησε ιδιαίτερα την ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία. Στις λίγες σχετικά εξαιρέσεις ας συναριθμηθεί και το μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη.

Σπύρος Τσακνιάς
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, Αρ. 45, 1986

Το χρώμα του μέλλοντος, μυθιστόρημα. Αθήνα, Εστία, 1988. Σελ. 232

Η Νένη Ευθυμιάδη διεκδικεί πολλές πρωτοτυπίες. Γράφει σε πρώτο ανδρικό πρόσωπο. Μακριά από τη θεματογραφία, και την ιδεολογία της ελληνικής ταυτότητας. Συνθέτει ένα πολυεπίπεδο έργο που απαιτεί τη συμμετοχή του αναγνώστη. Με σπάνια οικονομία περίτεχνο λόγο (πραγματική τέχνη λόγου) και έξυπνη δομή οδηγεί τη δράση σε μια τριπλή κορύφωση, σ' ένα δραματικό finish διαρκείας.
Ένα σημαντικό "μελλοντικό" έργο, όπου πρωταγωνιστούν ο ρυθμός, η κίνηση και το χρώμα σε μια μελαγχολική και σκοτεινή ιστορία και διαδρομή αντιφάσεων και αναζητήσεων.

Θοδωρής Πέρσης
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΧΡΟΝΟΣ, 11-4-1988


Νίκος Λαγκαδινός: Τι είναι το "Χρώμα του Μέλλοντος;

Νένη Ευθυμιάδη: Είναι ένα μυθιστόρημα που επιδίωξε την απεικόνιση του φευγαλέου. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησα μια τεχνική σύνθετη. Προσπάθησα να ενώσω τέσσερα είδη λόγου, τον καθαρά πεζογραφικό, τον ποιητικό, τον δοκιμιακό και τον αστυνομικό. Ακόμα, το παιχνίδι σε πολλά χρονικά επίπεδα.

Νίκος Λαγκαδινός: Είναι ένα μυθιστόρημα με την κλασική δομή του είδους;

Νένη Ευθυμιάδη: Δεν θα το έλεγα κλασικό παρά μονάχα στο επίπεδο της σαφήνειας και της ροής για τον αναγνώστη.

Νίκος λαγκαδινός: Με δύο λόγια, ποιο είναι το ιδεολόγημα του έργου;

Νένη Ευθυμιάδη: Η αμφισβήτηση όχι μόνο των συμβάσεων αλλά και όλου του συστήματος του δυτικού πολιτισμού που δεν επιτρέπει την αυθεντικότητα…

Εφημ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ, 13-3-1988


Τρυφερός θάνατος, μυθιστόρημα. Αθήνα, Εστία, 1993. Σελ. 256 ISBN: 960-05-0273-0

…Πολλά τα ευρήματα στην αφήγηση: οι δύο θάνατοι (γιατί συμβαίνει και άλλος στο τέλος της ιστορίας…) που αποδείχνονται μυστηριώδεις. ο χαρακτήρας της γυναίκας, που θεωρεί επιβεβλημένη την εκδίκηση (μια μορφή απελπισμένης μικρότητας). οι μικρές εξομολογήσεις, ακόμα και του συγγραφέα, που αγωνιά και αμφιβάλλει για την εξέλιξη της ιστορίας του, βασανιζόμενος συνεχώς ανάμεσα στη φαντασία και στη ζωή. το απροσδόκητο τέλος του μυθιστορήματος.
Αλλά, πάνω απ' όλα είναι ο στοχασμός και η ποίηση, διάχυτα στοιχεία στο βιβλίο, έτσι που η ροή του λόγου γίνεται με ρυθμό, και δύο - τρία επεισόδια είναι σαν ωδές στις αγωνίες και στις προθέσεις του αδύναμου πλάσματος που είναι ο κατακτητής άνθρωπος.
Είναι άριστο δείγμα σύγχρονης γραφής το βιβλίο αυτό της Νένης Ευθυμιάδη, με κύριο προτέρημα τον σεβασμό του αναγνώστη, που του προσφέρει ευκαιρίες στοχασμού μέσω μιας "αστυνομικής" δράσης, με ενόχους που αυτοκατηγορούνται και θύματα που προμαντεύουν το θάνατό τους…

Δημήτρης Τσαούσης
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΘΝΟΣ, 30-1-91


…Στον "Τρυφερό θάνατο", ωστόσο, πιστεύω ότι η Ευθυμιάδη όχι μόνο δημιουργεί το στέρεο εκείνο υπόβαθρο πάνω στο οποίο κινεί τους ήρωές της με επιδεξιότητα ενός μαριονετίστα, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει έναν διττής φύσης στοχασμό που κινείται τόσο στο επίπεδο της αφηγούμενης ιστορίας, όσο και στο επίπεδο αυτής τούτης της αφηγηματικής πράξης. Με αυτό τον τρόπο, εντάσσει το έργο της στα πλαίσια του ευρύτερου προβληματισμού του σύγχρονου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και αναδεικνύεται σε έναν από τους κυριώτερους εκπροσώπους του στην ελληνική λογοτεχνία. Ο "Τρυφερός θάνατος" αποτελεί ένα έργο πολυσήμαντο, πολύμορφο και πολυεπίπεδο…

Δημήτρης Τσατσούλης
Συγγραφέας, Θεατρολόγος
Περιοδικό ΑΛΕΒΕΒΑΝ, 10/1992


Οι πολίτες της σιωπής, Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 256 ISBN: 960-03-1061-0.

Σε μια πολυκατοικία κατοικούν μερικές οικογένειες, σ' ένα κάπως θολό κλίμα συνηθειών και σιωπών. Μια νέα κατάσταση πραγμάτων όμως αρκεί για να ταράξει αμέσως τα νερά. Στην πολυκατοικία του: "Οι Πολίτες της Σιωπής", η κατάσταση αυτή αλλάζει αφότου στο απέναντι μαγαζί εγκαθίσταται με την πραμάτεια της μια ανθοπώλιδα.
Η πολυκατοικία πρέπει οπωσδήποτε να ανατιναχτεί στις 19 Δεκεμβρίου, αφού έτσι έχει αποφασίσει η τρομοκρατική οργάνωση της οποίας μέλος είναι αυτή η γυναίκα. Όμως το ερώτημα που πλανάται είναι αν πράγματι είναι τρομοκράτισσα. Αν όχι πως αλλιώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η πλοκή;
Εκτός απ' αυτήν βλέπουμε στις προσωπικές τους στιγμές μερικούς από τους ενοίκους, μια ηλικιωμένη ετοιμοθάνατη, ένα ζευγάρι ερωτευμένων ομοφυλόφιλων που βλέπει τον ερωτά τους να σβήνει, ένα αστυνομικό που "θωπεύει" το όπλο του, Ίσως τελικά και να γίνει η αναμενόμενη έκρηξη αλλ' όμως κάτι τέτοιο θα ανατρέψει κάθε εξέλιξη.
Μ' αυτόν τον τρόπο η Νένη Ευθυμιάδη πετυχαίνει να μας παρασύρει στο μυθιστόρημα μέσα από δίνες ιλίγγου. Ένα έργο που κυριαρχικό ρόλο παίζει η αμφισημία της γλώσσας και των λέξεων ως μέρη μιας διαρκώς κινούμενης άμμου που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα και το εύρος του.

Ντανιέλε Πιτσίνι
Περιοδικό, Famiglia Christiana,
Σεπτέμβριος 2000


Μαρία Βλαχοπούλου: Γιατί επιλέξατε να πραγματευτείτε ένα θέμα σχετικό με την τρομοκρατία;

Νένη Ευθυμιάδη: "Ένα απαγορευμένο θέμα πάντα ερεθίζει…"

Μαρία Βλαχοπούλου: Πόσο δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα με διαφορετικές οπωσδήποτε εμπειρίες από αυτές που έχει ένας τρομοκράτης να διεισδύσει στη λογική και την ψυχολογία του και να αναλύσει τις σκέψεις και τις πράξεις του με αληθοφάνεια;

Νένη Ευθυμιάδη: "Δεν είναι και πολύ δύσκολο. Το μόνο που χρειάζεται είναι φαντασιακά να αποκτήσεις το θάρρος να ρισκάρεις στη ζωή σου. Και συνειδητά. Ούτως ή άλλως τη ρισκάρουμε αλλά δεν το ξέρουμε. Αν το κάνουμε συνειδητά ακόμα καλύτερα, λέω. Έπειτα, πόση νομίζεις ότι είναι η διαφορά μιας τρομοκρατικής ομάδας - τώρα είναι φρικτό αυτό που λέω -από την πολιτική εξουσία μιας επιθετικής χώρας; Η Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή επιθετική χώρα, γιατί δεν μπορεί, υποθέτω αλλά ας πούμε για την πολιτική εξουσία της Αμερικής. Εγώ δεν βλέπω τεράστια διαφορά ανάμεσα σ' αυτή και μια τρομοκρατική ομάδα. Δεν βρίσκω μεγάλη διαφορά από το να στέλνει κάποιος τη βόμβα για να ρίξει εκείνο το κτίριο ή το άλλο. Αντιθέτως εκεί διαπιστώνω μια επισημοποιημένη τρομοκρατία με βιομηχανίες όπλων. Η διαφορά είναι αριθμητική".

Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4-10-1993


Οι πολίτες της σιωπής είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με κέφι. Μπορεί να διαβαστεί αποδομητικά ως τοποθέτηση για το σύγχρονο μυθιστόρημα και κοινωνιολογικά ως σχόλιο για την ανία που νιώθει η αστική τάξη. Εμπλουτίζει τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή και την τέχνη και μας παρασύρει στον ίλιγγο της πράξης και του ονειροπολήματος καθώς και στα ασταθή σύνορα που υπάρχουν ανάμεσα στην αλήθεια και την οπτική γωνία, την οποία επιλέγει ο καθένας μας για να διαμορφώσει τη δική του αλήθεια.

Ζωή Σαμαρά
Καθηγήτρια Παν/μίου Θεσσαλονίκης
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ , 16-2-94


…Ένα βιβλίο περιπετειώδες, που διαβάζεται μονορούφι. Ένα βιβλίο αναπάντεχο. Ένα βιβλίο που αντέχει σε περισσότερες αναγνώσεις. Ένα βιβλίο που συνεχίζει την παράδοση που θέλει τη Νένη Ευθυμιάδη να κρύβει καλά μέσα στην καλοσχεδιασμένη πλοκή της και τα λεκτικά -μεστά περιεχομένου - παιχνίδια της, μια απειλή. Όπως και σε προηγούμενα βιβλία της, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας υπάρχει μια απειλή - άλλοτε έντονη, άλλοτε αχνή, άλλοτε παιχνιδιάρα. Κάτι θα συμβεί. Και συμβαίνει. Όχι όπως στα αστυνομικά, αλλά όπως στις περιπέτειες ζωής.
Σίγουρα "Η πόλη των γλάρων" θα μπορούσε να γίνει ταινία. Ως βιβλίο, πάντως, εντυπωσιάζει με το ιδιότυπο στυλ γραφής, που το καθιστά διαφορετικό, σύγχρονο, ριζοσπαστικό και συναρπαστικό.

Τέα Βασιλειάδου
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ, 2-11-97


…το πρόσφατο μυθιστόρημά της κινείται μεταξύ Αθήνας, Νέας Υόρκης και Χάλιφαξ, με ήρωες Έλληνες και Αλβανούς, Αμερικανούς και Καναδούς, λευκούς και μαύρους. Όπως φαίνεται, η Ν. Ευθυμιάδη, Αθηναία μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης και παιδείας, ανέκαθεν, στόχευε σε ένα μυθιστόρημα, περισσότερο διεθνές. Ήδη, το 1984, στο περιοδικό Διαβάζω που την παρουσιάζει, μαζί με άλλους νέους λογοτέχνες της εποχής, υπάρχει η διαπίστωση: Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου της Ν. Ευθυμιάδη είναι και η οικουμενικότητα της προβληματικής του. Οι ήρωές της συχνά σκέπτονται και κινούνται πέρα από τα τοπικά όρια…
… στο πρόσφατο μυθιστόρημα, η γραφή εξελίσσεται περαιτέρω. Υπάρχει μεγάλη απόσταση από το Η φωτοβολία του 1978, το πρώτο μυθιστόρημα της Ν. Ευθυμιάδη που διαβάσαμε. Κατά τη γνώμη μας, το κύριο χαρακτηριστικό είναι μια μονοφωνική αφήγηση που διαθέτει γοητεία. Σε αυτήν κυριαρχεί η στοχαστική διάθεση, πληθαίνουν οι ποιητικές εκφράσεις και η ιστόρηση αποκτά ρυθμό καθώς χωνεύει τις στιχομυθίες.

Μάρη Θεοδοσοπούλου
Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΑΝΤΙ, 10-10-1997


Οι Τυχοδιώκτες, μυθιστόρημα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Σελ. 296 ISBN: 960-393-420-8

"Οι τυχοδιώκτες" της Νένης Ευθυμιάδη είναι ένα είδος υπαρξιακού θρίλερ, που καταφεύγει στα μοτίβα της ιστορίας μυστηρίου (κλειστός χώρος, περιορισμένος αριθμός προσώπων, σοβαρά κίνητρα παρανομίας για όλους τους πρωταγωνιστές) προκειμένου να συμπλέξει το σασπένς γύρω από το γεγονός ενός προαναγγελθέντος θανάτου με τις τραυματικές βιογραφίες πέντε ανθρώπων, οι οποίοι κατορθώνουν να περάσουν από τη νιότη στη μέση ηλικία, χωρίς να αποκαταστήσουν σε κανένα επίπεδο της ζωής τους…
Η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει στο νέο της μυθιστόρημα γρήγορους ρυθμούς, σωστά υπολογισμένη ατμόσφαιρα, καθώς και χαρακτήρες με βάθος…

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10-12-2000


Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της σύγχρονης πεζογραφίας μας είναι αυτή της Νένης Ευθυμιάδη. Συγγραφέας με το δικό της ύφος και τη δικιά της θεματολογία, έφερε μια εντελώς νέα πνοή στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Η γραφή της Ευθυμιάδη έχει έντονα μέσα στη δομή της τα στοιχεία ενός δοκιμιακού λόγου, ενώ η θεματολογία της κυκλοφορεί γύρω από ένα σύγχρονο τρόπο ζωής, όπου η τρομοκρατία συνυπάρχει με την μοναξιά. Το τελευταίο της μυθιστόρημα "Οι τυχοδιώχτες" σηματοδοτεί όχι μόνο μια επιβεβαίωση του ταλέντου της, αλλά και μια απρόσμενη διεύρυνση της θεματικής της.

Γιώργος Γαλάντης
Εκδότης περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ
Εφημ. ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ, 21-1-2001


Απόσπασμα από το βιβλίο: "Τυχοδιώκτες" Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000 Σελ.: 290. ISBN: 960-393-420-8

Πέταξα τις πολύχρωμες φούστες μου, φόρεσα στενά παντελόνια για τη σκάλα του κελαριού, μα τη στιγμή που η συζήτηση ξεστράτισε δεν την έφερα στον ευθύ δρόμο - την ασφάλεια όλων μας δεν κατόρθωσα να την υπερασπιστώ.
Μόνο τους νεκρούς του Βερμόντ υπερασπιζόμουν μέχρι τέλους. Τους παρατηρούσα επίμονα, τους έκανα συντροφιά, καμιά φορά τους χάιδευα. Και μόλις η οικειότητα γεννιόταν, αποφάσιζα για το μακιγιάζ. Προτιμούσα τα χρώματα της γης και τις απαλές ώχρες, αλλά αν το διέταζε η κέρινη φυσιογνωμία τους, δεν απέκλεια το άσπρο και τους τόνους του γαλάζιου. ζητούμενο ήταν ένα αποτέλεσμα ιδανικό. Δισταγμό είχα στο σχήμα των χειλιών που συχνά παραμορφώνονταν από τον τελευταίο σπασμό, έπρεπε να διασχίσω το παρελθόν και να μαντέψω και να αισθανθώ, ύστερα να τολμήσω την ένταση του κόκκινου, την τρυφερότητα του ροζ, τη γαλήνη του μπεζ και ένα σταθερό περίγραμμα. Στα βλέφαρα ακροβατούσα, γιατί το χρώμα των ματιών μου ήταν άγνωστο και δεν ήθελα να τα παραβιάσω, άρα έπρεπε να υποθέσω, να φανταστώ, ύστερα να κινηθώ στις στοές του καφέ ή στους τόνους του γκρίζου. Περιποιόμουν και τα νύχια, ποθούσα καμπύλες λείες και στιλπνές και κατέφευγα σε εύθραυστες προσπάθειες με λίμες, συχνά και σε κάποιο βερνίκι αστραφτερό. Μα το άγχος ερχόταν με τα μαλλιά, ιδιαίτερα τα γυναικεία. Έπρεπε να μελετήσω ξανά τις γωνίες του προσώπου, να σχηματίσω απαλές μπούκλες, να ισιώσω φράντζες αναρχικές, να κρύψω ή να προβάλω τη μελαγχολία στα λευκά σημεία.
Εκτόπιζα και τους συνεργάτες των λουλουδιών, διάλεγα μόνη είδη, αποχρώσεις, μυρωδιές, τα πρόσωπα έπρεπε να αναδειχτούν και να καλλιεργηθούν υποψίες για άψογες σιλουέτες. Αλλιώς τι δουλειά έκανα εγώ;
"Το παρακάνεις", γκρίνιαζε ο εργοδότης μου. "Στον καθρέφτη δεν θα κοιταχτούν ποτέ και οι άλλοι θα τους θυμούνται όπως θέλουν".
Δεν είχε άδικο, συχνά οι νεκροί στοιβάζονταν ουρές ατελείωτες περιμένοντας εμένα και καθώς οι κηδείες είχαν ήδη οριστεί, υπήρχε κίνδυνος να γίνουν χωρίς πτώμα. Προτιμούσα να ξενυχτώ δουλεύοντας παρά να εγκαταλείψω την τακτική μου. Το είδωλό τους δεν θα το έβλεπαν, όμως θα σήμαινε άπειρα γι' αυτούς, αν ζούσαν. οι άνθρωποι θέλουν να αγγίξουν την αιωνιότητα με όψη συναρπαστική.
Βέβαια δεν συμφωνούσαν πάντα οι οικείοι. Συχνά διαμαρτύρονταν πως δεν αναγνώριζαν τον άνθρωπό τους, πως αντίκριζαν έναν ξένο τη στιγμή της ταφής. Θύμιζα στον αμήχανο εργοδότη πως οι συγγενείς αντιμετωπίζουν τους νεκρούς σαν ιδιοκτησίες τους που χάνονται και αποζητούν την τελευταία πράξη επιβολής - το θρήνο πάνω από τη συνηθισμένη εικόνα. Αλλά οι νεκροί ανήκουν πια στη μακροχρόνια περιπέτεια του σύμπαντος και μόνο εγώ, η μακρινή, τους γνώρισα και τους αγάπησα σε αυτή τη διάσταση, την τελική.
Κανένας από μας τους τέσσερις δεν κατέβηκε νωρίς το επόμενο πρωί. Αργήσαμε τόσο, ώστε η Χλόη, ο Μανόλης και ο Ρούλης είχαν τελειώσει το πρωινό τους και έπιναν με νωχέλεια τον τρίτο ή τέταρτο καφέ.
"Μήπως μας άκουσε αυτός χθες βράδυ;" με ρώτησε ο Πέτρος κάποια στιγμή.
"Αποκλείεται", απάντησα γρήγορα.
Όμως δεν ήμουν σίγουρη. Όποιος απειλεί γνωρίζει πως θα υπάρξουν αντιδράσεις και καμιά φορά εύστοχα τις προεξοφλεί.
Περάσαμε τη μέρα με προσποίηση φυσικότητας, αντιγράφαμε τις καθημερινές κινήσεις μας με καρμπόν. Μα κάθε τόσο πλησιάζαμε την τζαμαρία και φευγαλέα κοιτάζαμε το σκάφος του θανάτου μας. Ανταλλάσσαμε τότε συνωμοτικά βλέμματα και αποφεύγαμε να βρεθούμε κοντά στον Ρούλη για μερικά λεπτά. Δεν είχε νόημα η προφύλαξη, αυτός μας αγνοούσε, διάβαζε την εφημερίδα τους αδιάφορος και μακρινός. Γιατί όποιος απειλεί γνωρίζει πως η αντίδραση σπάνια είναι ακαριαία και για ένα διάστημα μπορεί άνετα να αποστασιοποιηθεί.
Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως διέκρινα στην αμμουδιά μια ανδρική φιγούρα. "Να είναι ο Μαρσέλ;" αναρωτήθηκα με έξαψη. Μα χάθηκε σαν αστραπή. Η ζέστη άχνιζε και προκαλούσε οφθαλμαπάτες, άλλωστε και τα νεύρα μου είχαν ταραχτεί.
Πώς να μην ταραχθούν; Κατέστρωνα το σχέδιο που θα πρότεινα την ίδια νύχτα στην υγρασία του κελαριού και οργάνωνα τις λεπτομέρειες - χωρίς επιμονή στα περιφερειακά σημεία, οι κεντρικές νίκες γίνονται καπνός.
Θα πρότεινα, ό,τι προτείνουν οι αχρείοι της κοινής λογικής. Τη σωματική βία. Γιατί πλειοψηφούσαμε, ήμασταν τέσσερις εναντίον ενός, χωρίς να υπολογίσουμε και τους άλλους τρεις, τη Χλόη, τη Μισέλ και τον Μανόλη, που άλλωστε έδειχναν ακατάλληλοι για οποιαδήποτε συμμετοχή.
Στην τσάντα μου έκρυβα ένα αναισθητικό σπρέι, παλιά συνήθεια της Νέας Υόρκης, τότε που έφευγα νύχτα από τους Ινδούς και λαχάνιαζα στην έβδομη λεωφόρο. Θα το πιέζαμε στο πρόσωπο του Ρούλη απρόοπτα, θα τον βλέπαμε να γέρνει, μετά θα εξαφανιζόμασταν. Όμως, τι θα κάναμε με το μάγειρα και τους μπράβους που ίσως μας περικύκλωναν; Σύμφωνοι, ο άντρας της κουζίνας ήταν διακριτικός και ερχόταν σε ωράρια προκαθορισμένα. Αλλά, αν συνέβαινε κάτι έκτακτο και προχωρούσε απροειδοποίητα στο λίβινγκ ρουμ και έβλεπε τον Ρούλη αναίσθητο και εμάς να φεύγουμε πανικόβλητοι, δεν θα ειδοποιούσε την αστυνομία; Και οι μπράβοι δεν θα έριχναν σφαίρες καυτές αν μας αντιλαμβάνονταν να τρέχουμε ξέφρενοι και οι επτά;
Άρα, η απόπειρα εξόδου έπρεπε να γίνει μετά τα μεσάνυχτα, τότε που οι μάγειρες κοιμούνται και οι μπράβοι χάνουν τον ήλιο και το φως. Δεν θα πλησιάζαμε την κεντρική είσοδο, έλαμπε από τους προβολείς της προβλήτας, θα ανοίγαμε την πίσω πόρτα, τη σκοτεινή, που έβγαζε σε χώμα και ξερά στάχυα. Θα χωριζόμασταν σε ομάδες των δύο ή του ενός, ύστερα έρποντας, φίδια ή τραυματισμένα ζώα, θα διασχίζαμε τα πρώτα μέτρα, τα κρίσιμα. Δεν θα κινδυνεύαμε, ακόμη και αν ακουγόμασταν - θα θεωρούμασταν ζευγαράκια που δοκίμαζαν έρωτα ή αδέσποτα της περιοχής. Και αργότερα που θα σηκωνόμασταν και θα περπατούσαμε ως την άσφαλτο, θα θυμίζαμε ρομαντικούς περιπατητές, από αυτούς που κάνουν μάταιες βόλτες στις αμμουδιές, μετά επιστρέφουν στη ρουτίνα.
Η Κλεοπάτρα ίσως βελτίωνε το σχέδιό μου, δεκάδες διηγήματα έγραψε με θέμα την απελευθέρωση ομήρων και κάποιο ήταν ανεκτό. Μιλούσε για ένα λεωφορείο που έτρεχε με τρομαγμένους επιβάτες, γιατί ένας Αθηναίος στήριζε το περίστροφο στον κρόταφο του οδηγού και ζητούσε μείωση του εκκαθαριστικού της εφορίας. Το σύνολο των ομήρων ήταν είκοσι οκτώ, αλλά οι δεκαεπτά δραπέτευσαν. Ανά πεντάλεπτο άνοιγαν την πίσω πόρτα και ρίχνονταν στην άσφαλτο άθικτοι, γιατί ο σοφέρ παρακολουθούσε από τον καθρέφτη του και φρόντιζε να φρενάρει. Ο απαγωγέας δε αντιλαμβανόταν τίποτα, διαπραγματευόταν έξαλλος με αστυνομικούς από το κινητό του. Άργησε να δει πως οι όμηροι που απέμειναν ήταν έντεκα. Και κλονίστηκε. Όχι από τον μικρό αριθμό, αλλά από την ευτυχία τους - είχαν αγαπήσει την περιπέτεια και ήθελαν να παραταθεί. Τον προσκάλεσαν να καθίσει μαζί τους, αντάλλαξαν μπισκότα, σάντουιτς, αναψυκτικά. Κύλησε υπέροχα η βραδιά, με ομόψυχη αηδία για την εξουσία, και γύρω στα χαράματα αποφασίστηκε ένας διαγωνισμός για το πιο τολμηρό αστείο. Κέρδισε μια εικοσάχρονη, είπε ότι τα σύγχρονα λεωφορεία δεν χρειάζονται οδηγούς και για να το αποδείξει, άναψε τη μηχανή και το άφησε να τρέχει ελεύθερο σε στροφές και χαράδρες. Σκοτώθηκε μαζί με τους υπόλοιπους και έχασε τη δόξα. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν πως υπεύθυνος για τη δραματική πτώση του λεωφορείου ήταν αποκλειστικά ο κακοποιός.
Όμως με την Κλεοπάτρα δεν επικοινωνώ - μισώ την ανησυχία της. Θα προτιμούσα ένα διάλογο με τον ύπουλο Μαρσέλ, τον Μαρσέλ που άφησα στο Ναύπλιο, αγκαλιά με ένα ψέμα.