Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Photo: © E.KE.BI, 2001. Μητρόπουλος

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Θανάσης Χειμωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ - το πρώτο κυκλοφορεί στη συλλογή διηγημάτών "Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο" (Εκδόσεις Κέδρος).
Είναι πτυχιούχος φιλολογίας του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, σπούδασε κινηματογράφο στο ίδιο πανεπιστήμιο και δημοσιογραφία στο Λονδίνο. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο "Ραμόν" κυκλοφόρησε το 1998, το δεύτερο, "Σπασμένα Ελληνικά", το 2000.
Εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης σε πολιτική εφημερίδα.


Εργογραφία

" Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο, διηγήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1997.
Σελ. 384. ISBN: 960-04-1420-3.
" Ραμόν, μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1998. Σελ. 120. ISBN: 960-04-1550-1.
" Σπασμένα Ελληνικά, μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 2000. Σελ. 224.
ΙSBN: 960-04-1848-9.

Ο Συγγραφέας
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Ο Θανάσης Χειμωνάς ανήκει στη γενιά των νεαρών Ελλήνων που είδαν την πατρίδα τους να μεταμορφώνεται σε διάστημα μικρότερο από μία δεκαετία. Παρότι θα μπορούσε κανείς να κατατάξει τον Θανάση Χειμωνά στους 30άρηδες που σταδιακά δίνουν τον ρυθμό τους στην κοινωνία, που την ερμηνεύουν με τα δικά τους φίλτρα και που προσδοκούν το αναπάντεχο, η περίπτωσή του μοιάζει ξεχωριστή. Από την πρώτη του κιόλας νουβέλα ("Ραμόν"), ο Χειμωνάς έδειξε ότι ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το είδος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως "λογοτεχνία της σκοτεινής πόλης". Νεαροί χρήστες του αστικού δικτύου, ανθρώπινα εξαρτήματα ενός μητροπολιτικού DNA, οι ήρωες του Χειμωνά ξεκινούν από μια σταθερή βάση (συχνά είναι αστοί [σ.σ. bourgeois] στην καταγωγή) για να αυτομοληθούν προς μια ανεξέλεγκτη πορεία προς το άγνωστο.
Η υγρασία, ο ερωτισμός, η απόρριψη κάθε δεδομένης αρχής προς χάριν της ανασύστασης του δέντρου της ζωής, συνθέτουν όψεις του αστικού σύμπαντος που ορίζεται από το έργο του Θανάση Χειμωνά. Με το δεύτερο βιβλίο του, τα "Σπασμένα Ελληνικά", ο Χειμωνάς εξακτινώνεται σε πιο σύνθετες περιοχές. Συμβολίζει τη σύγχρονη, πολυπολιτισμική, δυναμική, αυθάδη και τρυφερή σύγχρονη Αθήνα πίσω από το θρυμματισμένο παραβάν μίας στερεότυπης εικόνας. Η πόλη ως πλαίσιο και σημείο αναφοράς, σταθερή, υπαινικτική αναφορά στο λογοτεχνικό σύμπαν του Χειμωνά, αποκτά αυτόνομη υπόσταση ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί και αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο καθορίζοντας συμπεριφορές και βλέμματα. Η πόλη που αλλάζει, ακόμη και στη διάρκεια ενός 24ωρου (από το φως στο σκοτάδι) ή στη διάρκεια μίας διαδρομής με το αυτοκίνητο, τρέχει με ταχύτητες παράλληλες αυτών των ηρώων. Οι ήρωες του Χειμωνά, νέοι και νέες, αγωνίζονται να νιώσουν τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συμβαίνουν εντός τους, οδηγούμενοι συχνά σε ουτοπικά τοπία λύτρωσης ή αυτοκαταστροφής.
Με αυτή τη ματιά, τα πρόσωπα του χειραφετούνται και αποκτούν αυτόνομη ζωή μέσα από τις σελίδες του Θανάση Χειμωνά, είτε στον "Ραμόν" είτε στα "Σπασμένα Ελληνικά", γίνονται οι ίδιοι φορείς μίας ιδέας. Η ιδέα αυτή δεν είναι κατ' ανάγκη επαναστατική, κοινωνική ή ριζοσπαστική. Αρκεί να περιέχει τον σπόρο της αλλαγής, για την κάθε στιγμή, την κάθε σκέψη που γεννά ο πόθος, το αδιέξοδο, η ανάγκη για το μεγάλο άλμα που συχνά είναι στο κενό. Έτσι συχνά, οι σελίδες του Θανάση Χειμωνά επιτρέπουν τη συγκατοίκηση δύο εντελώς διαφορετικών προσεγγίσεων. Της αυστηρά ατομικής, ψυχολογικής ακτινογραφίας και της κοινωνικής, πολιτικής κατ' επέκτασιν, συνείδησης. Ο Θανάσης Χειμωνάς με δύο βιβλία στο ενεργητικό του, με την πνευματική κληρονομιά των γονέων του* και την ορμή της γενιάς του θεωρείται ήδη μια εξαιρετικά ελκυστική περίπτωση νέου λογοτέχνη. Νιώθει κανείς ότι οι αθηναϊκές περιηγήσεις του, τα σκοτεινά δράματα, οι ερωτικές σκηνές, η λεκτική βία, η σεξουαλικότητα που αναβλύζει ακόμη και από τοίχους αστικών διαμερισμάτων, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται στις γειτονιές μίας ανώνυμης μητρόπολης του Νότου ή του Βορρά. Ο Χειμωνάς πλησιάζει τον μητροπολητικό άνθρωπο, αυτόν που μισεί την αστική φυλακή του στην οποία συχνά παραμένει έγκλειστος με τη δική του θέληση. Ανασύρει τον νεαρό βλαστό της μητροπολητικής μηχανής, του δίνει ταυτότητα, του περιγράφει τις ψευδαισθήσεις που του επιτρέπονται για να αμφισβητήσει εν τέλει κάθε διαδικασία λύτρωσης χωρίς όμως ποτέ να τη διαγράφει. Στην ουσία, οι ήρωες του Θανάση Χειμωνά είναι πρόσωπα του 21ου αιώνα, προϊόντα αμφισβήτησης και φορείς αλλαγών. Παραμένει όμως πάντα ζητούμενο αν ο μικρόκοσμος μεγεθύνεται πέρα από τα αυστηρά όρια της προκαθορισμένης ζωής τους.

Νίκος Βατόπουλος
Δημοσιογράφος


* (πατέρας του ο Γιώργος Χειμωνάς, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες πεζογράφους και μητέρα του η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη η οποία χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην Ελλάδα).


Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του
ΘΑΝΑΣΗ ΧΕΙΜΩΝΑ
(αποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις)


Ραμόν, μυθιστόρημα Αθήνα, Κέδρος, 1998
Σελ. 120. ISBN: 960-04-1550-1

…Γιος του ψυχιάτρου και συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά και της θεατρικής συγγραφέως Λούλας Αναγνωστάκη, δεν νιώθει ότι φέρει κάποιο δυσβάσταχτο βάρος στις πλάτες του, ενώ δεν θεωρεί ότι οι γονείς του είχαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στην απόφασή του να γράψει. "Αν με είχαν επηρεάσει, θα είχα αρχίσει να γράφω νωρίτερα", λέει με ηρεμία. "Σε μένα η ανάγκη να βγάλω στο χαρτί αυτά που νιώθω έγινε ύστερα από ένα περιστατικό που έζησα στη Φλωρεντία και είχε σχέση μ' έναν άνθρωπο. Έτσι προέκυψε το "Άλλοθι", το πρώτο μου διήγημα"…
Για την οικονομία του λόγου του, τη λιτή γλώσσα που χρησιμοποιεί, απαντάει: "Αυτός είναι ο τρόπος που γράφω, αυτός είναι ο τρόπος που μ' αρέσει κάποιος άλλος να γράφει. Δεν θέλω να μπλέκω σε εντυπωσιακές περιγραφές, σε έννοιες σοφιστικέ. Πιστεύω ότι, εάν έχεις κάτι να πεις, μπορείς να το πεις απλά και ωραία, χωρίς να κουράσεις τον αναγνώστη σου. Αυτό είναι όλο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να γράψω και διαφορετικά…".

Από συνέντευξη του συγγραφέα στο δημοσιογράφο Γιώργο Καρουζάκη
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12-3-1999


Ραμόν

Ο Ραμόν είναι μια χαμηλότονη, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο νουβέλα, όπου ο νεαρός ήρωας- αφηγητής διηγείται τις μικρές περιπέτειές του από την ώρα που τελειώνει το σχολείο ως την ημέρα που εγκαταλείπει (ύστερα από τέσσερα ή πέντε χρόνια) την Ελλάδα, με σκοπό να εγκατασταθεί στη Γερμανία και να δουλέψει στο πλάι στενού του φίλου. Να δουλέψει; Ο αναγνώστης ο οποίος έχει φτάσει ως την τελευταία σελίδα του Ραμόν δεν θα δείξει μεγάλη προθυμία να το πιστέψει. Ο Γιάννης ο οποίος στη διαδρομή με το ταξί προς το αεροδρόμιο, λίγο προτού πετάξει για Γερμανία, βαφτίζει σ' ένα παιχνίδι της στιγμής τον εαυτό του "Ραμόν", αποτελεί ένα κατά τεκμήριον ανερμάτιστο πρόσωπο κι έναν κατ' εξοχήν αρνητικό χαρακτήρα - σύμφωνα τουλάχιστον με όσα επιτάσσουν τα κοινώς αποδεκτά μέτρα…
Η επιτυχής πλευρά του Ραμόν, μας συστήνει έναν αν μη τι άλλο πολύ προσεκτικά προετοιμασμένο συγγραφέα.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 19-3-1999


Ραμόν

…Ο "Ραμόν" είναι ένα κείμενο ευανάγνωστο, μια σύνθεση απλή, αδιαπέραστη όμως νοηματικά, αφού ορθώνει μ' ένα χάδι προβλήματα για τα οποία πολλές αναλύσεις χωράνε.
Με μια βιοπολιτική μεγάλης αταξίας, και χωρίς εξιταρισμένες καταστάσεις, δυτικού ή ανατολικού χλευασμού, ο Ραμόν γίνεται μια κλασική περίπτωση κανονικής αταξίας, μια νεολαιίστικη περίπτωση που μας αποκαλύπτεται εν τέλει γενικευμένη. Απολαυστικό μυθιστόρημα (ή καλύτερα νουβέλα), ο Ραμόν είναι ένα σοβαρό υπονοούμενο και μια πράξη αντίστασης σ' έναν κόσμο δίχως κίνητρα.

Κώστας Καλημέρης
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 21-3-1999

Ραμόν

Στις σελίδες του "Ραμόν" ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι επιχειρείται λογοτεχνικά κάτι αξιοπρόσεκτο και δεν μπορεί κανείς παρά να επικροτήσει την οικονομία και την αμεσότητα του λόγου…
Ο Θανάσης Χειμωνάς μας δίνει ένα αφήγημα που αφυπνίζει μία αίσθηση που έχουμε για την πόλη και τον ίδιο μας τον εαυτό, κατορθώνοντας να ερεθίσει ταυτόχρονα την εικόνα ενός ενιαίου, σκοτεινού, οικουμενικού κόσμου αλλά και τις χορδές μιας πολύ προσωπικής πατρίδας τόσο δικής μας που εν τέλει δημεύεται ως κοινό κτήμα. Αυτό το ψυχογραφικό μυθιστόρημα, στα όρια της λογοτεχνίας της πόλης, έχει σκηνές που θυμίζουν νυχτερινούς λυπητερούς πίνακες μοναξιάς του Εντουάρντ Χόπερ, περισσότερο όμως τα εσωτερικά συνταρακτικά και απόλυτα δράματα του Φράνσις Μπέικον.

Νίκος Βατόπουλος
Δημοσιογράφος
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1999

Ραμόν

…Για να αφηγηθεί αυτή τη χαμηλή πτήση του ήρωά του πάνω από τη ζωή, μέχρι την αναχώρησή του στη Γερμανία, ο Θανάσης Χειμωνάς χρησιμοποιεί, εκ προθέσεως και με συνέπεια που εντυπωσιάζει, έναν λόγο τρέχοντα και χωρίς εξάρσεις, που δεν φαίνεται να εμφορείται από καμιά συγκίνηση αλλά ούτε φιλοδοξεί να συγκινήσει· λόγο αντίστοιχο θα έλεγε κανείς με την ακύμαντη ζωή του ήρωα του βιβλίου. Η γλώσσα του είναι λιτή και άμεση, χωρίς ίχνος λογοτεχνικότητας, τουλάχιστον έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να την αναγνωρίζουμε…
Με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, ο Θανάσης Χειμωνάς κατορθώνει να εκφράσει αρκετά πειστικά μια μερίδα ανθρώπων της γενιάς του και να συστηθεί στο αναγνωστικό κοινό με ένα βιβλίο που δεν περνάει απαρατήρητο.

Γιώργος Κορδομενίδης
Συγγραφέας
Εφημ. ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 7-11-1999

Σπασμένα Ελληνικά

… στον τίτλο του βιβλίου εκφράζεται η αγωνία ενός συγγραφέα που στόχος του είναι να καταγράψει την εντελώς σημερινή πραγματικότητα και μόνο σε αυτή να κινεί τους ήρωές του. Μια πραγματικότητα που αλλάζει με τόσο καταιγιστικούς ρυθμούς, που η ίδια η γλώσσα - μιλώ για το όργανο γλώσσα - δεν μπορεί να την ακολουθήσει και να τη συλλάβει με ένα συνολικό τρόπο. Οι λέξεις ξεφεύγουν από το συγγραφέα, εκτροχιάζονται, αγωνιούν να προβλέψουν την επόμενη στιγμή, που μπορεί να ανατρέψει πλήρως την προηγούμενη…

Νίκος Μπακουνάκης
Ιστορικός, Δημοσιογράφος
Περιοδικό ΜΑRΙΕ CLAIRE, Μάρτιος 2001

Σπασμένα Ελληνικά

…Τα "Σπασμένα Ελληνικά" του Θανάση Χειμωνά, είναι μια καλή ευκαιρία για να σκεφτεί κανείς τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία σε διεθνή προοπτική. Κι αυτό, γιατί οι ήρωες του νέου συγγραφέα δεν θέτουν σε τροχιά μόνο τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, αλλά και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία: Έλληνες, Αλβανοί, παλιά τζάκια, γόνοι αστικής τάξης που πλήττουν, κοσμοπολίτες που σχεδιάζουν εγκλήματα…
…Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο, αν αφήσουμε κατά μέρος τις ταχύτατες ανατροπές της πλοκής, είναι η αίσθηση ισορροπίας μεταξύ της Ελλάδας και του κόσμου…

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Συγγραφέας, Δημοσιογράφος
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4-2-2001


Σπασμένα Ελληνικά

… Περνώντας στο δεύτερο μυθιστόρημά του, τα "Σπασμένα ελληνικά", ο Χειμωνάς υπερβαίνει πάσαν προσδοκίαν: η τωρινή του δουλειά είναι μια καθ' όλα ώριμη σύνθεση, με σοφή ανάπτυξη και διακλάδωση της δράσης, πολυεπίπεδη κίνηση των πρωταγωνιστών και πολυσθενή, λειτουργικά εναλλασσόμενη σκηνογραφία…

Σταυρούλα Παπασπύρου
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21-1-2001


Σπασμένα ελληνικά

"Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται το ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, τη μετανάστευση. Κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό σε όλη την πορεία, είτε σου αρέσει το βιβλίο, είτε όχι. Οι διάλογοι είναι δουλεμένοι και τα ελληνικά καλά, όχι σπασμένα. Οι σκηνές ατμοσφαιρικές. Εύχομαι οι συνομήλικοί του να το διαβάσουν".

Μένης Κουμανταρέας
Συγγραφέας

Σπασμένα ελληνικά

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά προστίθεται στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας που δημιούργησαν τα τελευταία είκοσι χρόνια το "Πέμπτο γένος" του Δημήτρη Νόλλα, ο "Άχρηστος Δημήτρης" του Γιώργου Συμπάρδη, το "Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές" της Έρσης Σωτηροπούλου, το "Εκτός έδρας" του Βασίλη Τσιαμπούση. Ένα βαθύτερο ασύμπτωτο ανάμεσα στο πως αντιλαμβάνονται τα πράγματα οι άνθρωποι και στην τροπή που ακολουθούν εν τέλει τα γεγονότα προκύπτει μέσα από τη δραματοποιημένη αφήγηση της καθημερινότητας.

Ελισάβετ Κοτζιά
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-12-2000


Σπασμένα ελληνικά

…Η μεγάλη επιτυχία όμως του Θανάση Χειμωνά είναι ο τρόπος που χειρίζεται το φαινομενικά φορτωμένο υλικό του. Αντί να αναλώνεται σε περιγραφές και σε πολυλογίες, αντί να δραματοποιεί τις καταστάσεις και να τις κάνει ασήκωτες, αντί να σερβίρει τα πάντα στο πιάτο, αντί να χρησιμοποιεί εύκολες λύσεις, όταν π.χ. δανείζεται στοιχεία από το αστυνομικό μυθιστόρημα (περισσότερο για να το παρωδήσει), αντί ν' αφήνει την πλοκή να ξεχειλώνει, ελέγχει πλήρως και στερεά κάθε βήμα του μυθιστορήματός του, παρακολουθεί με ενάργεια τους ήρωες του, στήνει διαλόγους γρήγορους και άμεσους που όμως περισσότερα κρύβουν παρά αποκαλύπτουν - κι εδώ θέλω να τονίσω ότι η γοητεία και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο νεότερος Χειμώνας στα μυθιστορήματα του, ιδιαίτερα στο δεύτερο, στηρίζονται στην ικανότητά του να δημιουργεί "κρυψώνες" και να προκαλεί τον αναγνώστη να τις ανακαλύψει - εικονογραφεί πλάνα με αφαιρετικό, πυκνό και καίριο τρόπο και παίζει έξυπνα το παιχνίδι των συμπτώσεων και των εκπλήξεων. Αποτέλεσμα: Το μυθιστόρημα να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία παράγραφο
Έλενα Χουζούρη
Ποιήτρια, Δημοσιογράφος
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-3-2001


Σπασμένα ελληνικά

Να η πιο ευχάριστη, έκπληξη στην πεζογραφική παραγωγή των τελευταίων μηνών. Διότι είναι έκπληξη όταν ένας νεαρός συγγραφέας, ούτε τριάντα ετών, κατορθώνει στο δεύτερο μόλις βιβλίο του να συνταιριάξει τη δροσερότητα των αισθημάτων, που θεωρείται δεδομένη για έναν νέο δημιουργό, με κάτι που αποτελεί κατάκτηση πολύ ώριμων τεχνιτών του λόγου: τη σοφή οικονομία έκφρασης, την περιεκτική λιτότητα, την ικανότητα να λες πολλά μιλώντας λίγο και σεμνά.

Δημοσθένης Κούρτοβικ
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 3-3-2001


Σπασμένα ελληνικά

Τα "Σπασμένα Ελληνικά" είναι ένα σκοτεινό παζλ διαφορετικών κόσμων: οι Ανατολικοευρωπαίοι, οι Βαλκάνιοι, οι γνήσιοι εκπρόσωποι των χλιδάτων αθηναϊκών συνοικιών, το υπαρξιακό μπλακ άουτ του κεντρικού ήρωα, οι αμήχανες ζωές των υπολοίπων, ένας φόνος και μια μυρωδιά αστυνομικής πλοκής συνθέτουν έναν ύποπτο κόσμο που ελάχιστα απέχει από την πραγματικότητα…

Κωστής Ζαφειράκης
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 16-1-2001


Λώρη Κέζα: Νιώθεις "το βάρος του ονόματος", όπως πολλά παιδιά καλλιτεχνών;

Θανάσης Χειμωνάς: "Δεν θεωρώ ότι φέρω κάποιο "βάρος" λόγω του ονόματός μου. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον να διαπιστώσει ότι ο τρόπος με τον οποίον γράφω είναι τελείως διαφορετικός τόσο από αυτόν του πατέρα μου όσο και από αυτόν της μητέρας μου. Ασχολήθηκα με τη συγγραφή λόγω ενός γεγονότος και όχι επηρεασμένος από το οικογενειακό περιβάλλον μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως την άνοιξη του 1997 δεν είχα γράψει ούτε μια γραμμή. Με δύο λόγια: δεν αισθάνομαι ότι έχω να αποδείξω κάτι ούτε πως πρέπει να συνεχίσω κάποια "παράδοση". Δεν κρύβω πάντως πως το όνομά μου, μου άνοιξε κάποιες πόρτες στο ξεκίνημά μου".

Λώρη Κέζα : Κατά πόσο υπάρχει μια διάθεση καταγραφής και κατά πόσο μια πρόταση κοινωνικής στάσης στο βιβλίο σου;

Θ. Χειμωνάς: "Πάντα η λογοτεχνία είναι μια καταγραφή. Ένα γεγονός συμβαίνει, τελειώνει και ο ιστορικός το αναφέρει. Η λογοτεχνία του δίνει μια άλλη διάσταση. Μέσα από τις σκέψεις, τις πράξεις το όλο "είναι" των ηρώων ενός μυθιστορήματος η εποχή που περιγράφεται παίρνει σάρκα και οστά και ζωντανεύει στο μυαλό του διαχρονικού αναγνώστη. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, δεν θεωρώ τα "Σπασμένα Ελληνικά" ένα μαχητικό αντιρατσιστικό έργο. Στο βάθος όμως θέλω να αλλάξω τη σκέψη κάποιων…"

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 20-1-2001

Απόσπασμα από το βιβλίο
Σπασμένα Ελληνικά, μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 2000 Σελ. 224. ISBN: 960-04-1848-9

- Τι έβλεπε από το παράθυρο; ρώτησα, σαν να είχε τρομερή σημασία.
- Τα δέντρα, τη λίμνη. Η μητέρα μου δεν ήταν ευτυχισμένη, είπε ξαφνικά η Σελίν. Έφταιγε ίσως ο χαρακτήρας της, ήταν πολύ ερωτευμένη με τον πατέρα μου και τον ζήλευε φριχτά, τον κατηγορούσε ότι είχε άλλες γυναίκες, του έκανε τρομερές σκηνές, τον έδιωχνε και κείνος έφευγε και χανόταν εβδομάδες ολόκληρες. Η μητέρα μου έπεφτε στο πάτωμα κι έτσι μπρούμυτα στο πάτωμα έκλαιγε με τις ώρες, ώσπου κάποτε ο πατέρας μου μας είπε πως έπρεπε να γυρίσει στην Αλβανία κι η μητέρα μου ετοιμάστηκε να πάμε μαζί του, αλλά ο πατέρας μου φώναζε πως αυτό ήταν αδύνατο, ήταν επικίνδυνο ταξίδι, ξέρω κι εγώ, μυστικό. Τον θυμάμαι που έριχνε γρήγορα τα ρούχα του σε μια βαλίτσα και τότε η μητέρα μου, άρπαξε το πιστόλι του που το είχε αφήσει στο τραπέζι και τον πυροβόλησε τρεις φορές, η Σελίν πήρε ανάσα, αλλά ευτυχώς δεν τον πέτυχε. Εκείνος πρόλαβε μετά και της το πήρε, άρπαξε μισάνοιχτη τη βαλίτσα του κι έφυγε κι εμείς μείναμε άφωνες, εγώ φοβόμουν πως θα χτυπούσε η πόρτα από στιγμή σε στιγμή να μας ρωτήσουν για τους πυροβολισμούς, αλλά κανείς δε φάνηκε, ίσως γιατί κι εκείνοι ήταν φοβισμένοι και δεν ήθελαν να μπλέξουν. Αλλά η μητέρα μου δεν το έβαζε κάτω, βρήκε τρόπο και πήγαμε στην Αλβανία, μείναμε σ' ένα χωριό έξω από τα Τίρανα, στο σπίτι μιας ξαδέρφης του πατέρα μου. Η ζωή μας εκεί ήταν φριχτή, η μητέρα μου είχε αρχίσει να πίνει, έπαιρνε τους δρόμους μόνη της, ούτε κατάλαβα γιατί πήγαμε εκεί και κολλήσαμε τόσον καιρό, πάντα ψάχνοντας τον πατέρα μου. Έχθρα, είπε ξαφνικά η Σελίν. Παντού συναντούσαμε έχθρα. Μας αποφεύγανε οι γνωστοί μας, τρόμαζαν και με την έξαλλη συμπεριφορά της μητέρας μου - είχαν αρχίσει και οι φασαρίες στους δρόμους - ξέρεις. Τότε γνωριστήκαμε με τον Άρη. Σου χρωστάω μια εξήγηση.
- Όχι τώρα, φώναξα, σε παρακαλώ, όχι τώρα. Πες μου καλύτερα πως λέγαν τη μητέρα σου;
- Λίνα τη λέγαν - Ευαγγελίνα.
- Και σένα; Σελίν; Γιατί Σελίν; Από πού Σελίν;
- Δε σ' αρέσει; Γελούσε φιλάρεσκα, για πρώτη φορά γελούσε τόσο πολύ. Μου το διάλεξε η μητέρα μου. Είχε μια φίλη από το Παρίσι μ' αυτό το όνομα. Της άρεσε πολύ κι έτσι με φώναζε από μικρή Σελίν. Σελίν. Όλοι με ξέρουν έτσι πια. Το πραγματικό μου όνομα είναι Νετζμίε.
- Πως;
- Νετζμίε. Μόνο ο πατέρας μου με φώναζε έτσι, κανείς άλλος.
- Νετζμίε.
- Έχεις άλλο μπουκάλι;
- Και βέβαια, είπα.
Γέμισε το ποτήρι της. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, τα μάτια της άστραφταν. Διηγούνταν την πιο λυπητερή ιστορία που άκουσα ποτέ, αλλά χαμογελούσε συνέχεια κι έμοιαζε χαρούμενη.
- Αν θες μη μου πεις τίποτ' άλλο, είπα. Μπορούμε να βγούμε έξω να φάμε.
- Όχι, όχι, δεν πεινάω. Έχω αρχίσει να νυστάζω.
- Μπορείς, αν θες, να κοιμηθείς εδώ απόψε.
- Όχι, απόψε δε γίνεται. Με περιμένουν να γυρίσω. Μπορώ όμως να το κανονίσω για την άλλη Κυριακή.
- Εντάξει, είπα.
- Θέλω να καθίσεις και να μ' ακούσεις πολύ προσεχτικά. Πολύ προσεχτικά.
Το "πολύ" το έλεγε τραβηχτά, έλεγε "ποοολύ προσεχτικά". Σαν να ήταν μεθυσμένη. Αλλά ήξερα ότι δεν ήταν. Είχε πιει μονάχα δύο ποτήρια κι αυτό ήταν το τρίτο. Θυμήθηκα το βράδυ σε κείνο το μαγαζί που έπινε τη βότκα, τη μια πίσω από την άλλη, κι όμως να μη μεθά, το χορό της με τον ξανθό μπάτσο, την τρομερή αυτοκυριαρχία της.
- Σου χρωστάω μια εξήγηση, επανέλαβε. Ο Άρης ήθελε να με πάρει μαζί του στην Ελλάδα, μπορούσε, αλλά εγώ δεν ήθελα ν' αφήσω τη μητέρα μου. Με έβαζε να του υποσχεθώ πως θα του τηλεφωνάω, πως δε θα τον ξεχάσω ποτέ.
Μιλούσε για τον Άρη, απόφευγε όμως να μιλήσει για τα δικά της αισθήματα.
- Έφυγε κι εγώ έπεισα τη μητέρα μου να γυρίσουμε στην Ουγγαρία, στη Βουδαπέστη, να μείνουμε με τη γιαγιά, επειδή ο παππούς μου, που εξακολουθούσε να μη μας θέλει, είχε πεθάνει.
"Η μητέρα μου έπινε τώρα λιγότερο, έμοιαζε να 'χει συνέλθει και πιάσαμε δουλειά στα πλυντήρια ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Η παρουσία της γιαγιάς φαινόταν να της έχει κάνει καλό. Η γιαγιά είχε φύγει σχεδόν παιδί από την Ελλάδα, αλλά τον τελευταίο καιρό και παρ' όλο που δεν είχε πια κανένα συγγενή, ήθελε να γυρίσουμε κι οι τρεις πίσω. Ξαφνικά όμως αρρώστησε και πέθανε, μείναμε πάλι οι δυο μας κι η μητέρα μου ξύπνησε ένα πρωί και μου είπε: "Απόψε θα κάνουμε ένα δώρο στον εαυτό μας. Θα ανεβούμε στη μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου και θα καθίσουμε να φάμε, κανονικά, σαν πελάτες. Τώρα κιόλας θα κλείσω τραπέζι κι έπειτα θα πάω στο κομμωτήριο".
"Όταν επέστρεψε ήταν πολύ όμορφη, είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά κι ήταν πολύ μακιγιαρισμένη. "Μου καθάρισαν την επιδερμίδα", είπε, "και βάψαν τα μάτια μου για να φαίνονται πιο μεγάλα. Νοίκιασα κι ένα καταπληκτικό φόρεμα που θα μου στείλουν σε λίγο. Απόψε θα είναι μια ξεχωριστή βραδιά κι έπειτα θα μιλήσουμε οι δυο μας".
"Ήταν πράγματι μια ξεχωριστή βραδιά. Στον όγδοο όροφο, με πυρσούς αναμμένους στις γωνίες, με κόκκινο βελούδο παντού, η μητέρα έλαμπε μέσα σ' ένα ροζ φόρεμα, "vieux rose", το έλεγε, κάποια στιγμή σηκώθηκε, πανύψηλη, παρ' όλο που είχε βγάλει τις γόβες της κι έτσι ξυπόλητη διέσχισε τη σάλα. Όλοι την κοίταζαν με θαυμασμό, τρίκλιζε λίγο, αλλά αυτό την έκανε ακόμα πιο ωραία, πήγε στον πιανίστα, κάθισε δίπλα του κι άρχισε να παίζει μαζί του και να σιγοτραγουδά. Αυτή ήταν η μητέρα. Όταν ήθελε, μπορούσε να έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της. Αλλά ήταν άρρωστη. Πες μου, πιστεύεις κι εσύ πως η μητέρα μου ήταν άρρωστη;
- Δεν ξέρω, είπα, δεν μπορώ να ξέρω. Εγώ είμαι άρρωστος. Σε παρακαλώ, ας ηρεμήσουμε για λίγο.